jueves, 7 de enero de 2010

Nocturno

Αν και σήμερα η μέρα δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς (το ξυπνητήρι ίσα που ακουγόταν, ένα χιονόνερο ενοχλητικό, από εκείνο που αρχικά τζινάει – έτσι το λένε στο χωριό μου- τα δάχτυλα και έπειτα ζωγραφίζει αιμάτινες αυλακιές στις αρθρώσεις, δρόμοι μισοάδειοι και κόσμος με μουντή διάθεση, ο καφές φαινόταν πιο πικρός σήμερα κι άλλα κι άλλα που πρέπει να ανοίξω και κανα καζαμία για να δω τί παίζει...) είπα να δοκιμάσω να γράψω κάτι που έχει καιρό που μου ζητήθηκε, ωστόσο δεν χωραέι σε δυο τρεις παραγράφους: η νυχτερινή ζωή στην ισπανική πρωτεύουσα.
Και το κυριώς πρόβλημα είναι ότι λέγοντας νυχτερινή ζωή δεν εννοείς μόνο τη ζωή στα bars και στις discotecas. Είναι τα θέατρα, οι μικρές σκηνές και οι κινηματογράφοι, είναι οι συνάξεις σε σπίτια και γραφειάκια, είναι ακόμη και η περαντζάδα από την κεντρική αγορά και τις πουτάνες, είτε δίπλα από το Zara είτε μέχρι την Casa de Campo. Και το κυριότερο, είναι ο κόσμος αυτής της πόλης, τόσο ετερόκλιτος αλλά πάντα ταιριασμένος ακόμη και στον ίδιο χώρο...

Και επειδή δεν ξέρω από που να ξεκινήσω, μάλλον αυτό θα γίνει πεζά. Και από ένα κλασικό που-σου. Γιατί οι περισσότεροι τις Παρασκευές κατεβάζουμε ρολά ήδη από το μεσημέρι, όποτε και επιβάλλεται μια καλή siesta για να ανακτήσεις δυνάμεις για το βράδυ. Και είναι σαν να είναι Σάββατο. Είτε ένα δείπνο, είτε ένα aperitivo, πάντως σχεδόν πάντα κάπως έτσι αρχίζουν όλα: και έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε κάτι πιο χύμα –βλέπε μπιρίτσα στη μπάρα με μία ποικιλία από τηγανιτά: κροκέτες, χταποδάκι, tortilla με πατάτες, λουκάνικο χωριάτικο, patatas bravas κτλ και φασαρία μπόλικη, φωνές, χαρτοπετσέτες και αποφάγια μέχρι τον αστράγαλο και ίσως να ακούς και μουσική απο το ραδιόφωνο αν στέκεσαι κοντά στην κουζίνα-, είτε κάτι πιο σοφιστικέ –εδώ πρέπει να περιμένεις στη είσοδο να σου δώσουν τραπέζι, να διαλέξεις πρώτο και δεύτερο πιάτο και να έχεις υπόψη σου το επιδόρπιο για μετά, μάλλον θα πιεις κρασάκι και όσο περνάει η ώρα θα ανεβάζουμε τους τόνους, όλοι το κάνουν άλλωστε σιγά σιγά, η παρέα που ήρθε να γιορτάσει τα γενέθλια, οι φίλοι από τη δουλειά, το gay ζευγάρι της γωνίας, οι νεαροί dinks…-. Και η συνέχεια υπόσχεται.

Ανάλογα με τη ώρα κατονομάζονται και τα bars: για μπίρα ή digestivo θα πας σε κάποιο bar (ελληνιστί μάλλον θα το λέγαμε καφέ), έπειτα σε κάποια pub (προφέρεται πάφ, μη με ρωτήσετε γιατί! και αντιστοχεί στο ελληνικό bar) με μουσική, ευτυχώς υπάρχουν επιλογές αλλά κοινός παρονομαστής όλων είναι η αρκετή φασαρία και συνήθως ο περιορισμένος χώρος για να φαίνονται γεμάτες, και αφού οι pubs κλείνουν στις τρεις, έρχεται η ώρα να κάνεις ουρά –αν δεν έχεις μπει στη λίστα vip μέσω facebook ή άλλα παρόμοια- σε μία από τις discotecas (κατά το ελληνικότατο club, δεν είναι αποκλειστικά disco). Επιλογές υπάρχουν κι εδώ αν και λιγότερες και σίγουρα πιο τσιμπημένες. Και αν καταφέρεις να βγεις αλώβητος μέχρι τις έξι που κλείνουν, ρωτάς για το κοντινότερο after (εδώ, αν και ευνόητο, θα δυσκολευτώ στην μετάφραση, γιατί μπορεί να είναι τόσο το τελευταίο καφενείο της λαϊκής γειτονιάς που ο ιδιοκτήτης παπούς απλά το ανοίγει στις έξι γιατί έχει ξυπνήσει από τις τέσσερις τα χαράματα και άρα τί να κάνει, όσο και κάποιο παράνομο φυσικά καταγώγι με τριπλή πόρτα που χτυπάς συνθηματικά και εκπλήσσεσαι με την πανίδα που έχει συλλέξει, χωρίς μουσική πάντα, μόνο με όλες τις φωνές των απανταχού μεθυσμένων που ρώτησαν και έμαθαν. ’Εχω δει μέχρι και την ακραία περίπτωση να κάθεσαι στη μπάρα και να φοράς ακουστικά, φαίνεται πως δίνει άλλη νότα).
Εκείνη η ώρα της νύχτας που πραγματικά με εντυπωσιάζει είναι γύρω στις τρεις. Μόλις έχουν κλείσει οι pubs και όλος ο κόσμος, μισοφτιαγμένος, σε κλίμα ευφορίας, πιο αυθόρμητος και πιο οικείος, έχει κατακλύσει τους δρόμους. Οι Κινέζοι έχουν βγει στις γωνίες από ώρα και πουλάνε βαζάκια μπίρας σε αυτοσχέδια πόστα –ώρα αιχμής για αυτούς, καταφθάνουν τα καροτσάκια λαϊκής κάθε δεκάλεπτο, γιατί η μπίρα πρέπει να είναι παγωμένη, βάλε και το μακαρονάκι ή το ριζότο για τους πιο απαιτητικούς και ποτέ δεν ξεμένουν (βλέπε φώτο)- κι εσύ απλά στέκεσαι και χαζεύεις την κατά συνθήκη λαοσυρροή: μπορεί ο οποιοσδήποτε να σου μιλήσει, να σε κουράσει, να σε προσκαλέσει, να σου πει τον πόνο του, να σε κεράσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και είναι εκείνη η στιγμή που εκτιμάς το πώς ζει τη νύχτα αυτή η πολή και κατ’ επέκταση την ίδια και τον κόσμο της.

lunes, 4 de enero de 2010

Nochevieja

Καλημέρα και καλή χρονιά. Με μία ώρα διαφορά γιορτάσαμε την αλλαγή του χρόνου το ίδιο και με μικρές αλλαγές όπως κι εσείς.

Λίγα λεπτά πριν τις 12 ανοίξαμε το αντίστοιχο Alter για να ακούσουμε από την Belén Esteban (και για την αποκατάσταση της αλήθειας, όπως δήλωσε φίλος και μου άρεσε πολύ ο παραλληλισμος, η Πέπη Τσεσμελή της Ισπανίας) την αλλαγή του χρόνου. Και μετά τη νέα της πλαστική έγινε αγνώριστη, η μύτη της θέλει ακόμη λίγη διόρθωση. Και ενώ ο επίσημος παρουσιαστής δεν έπιανε μία μπροστά της, αυτή έδειχνε τις κόκκινες ζαρτιέρες εκεί, στο τελείωμα του κοντού φορέματος και όλοι αναφωνήσαμε το πόσο αιώνια λαϊκή παραμένει. Αχ, Δική μας Belén! Βρίσκεται σε ένα από τα δωμάτια που το μπαλκόνι βλέπει κατευθείαν στο ρολόι της Puerta del Sol. Είναι αυτό που αναμεταδίδεται σε όλη της Ισπανία και αυτό που καθορίζει τους χτύπους και την αλλαγή. Και ενώ έχουν μείνει 5-10 λεπτά για την αλλαγή και η Belén συνομιλεί με τους παρευρισκόμενους (γιατί ναι μεν αρκετοί έχουν μείνει στην πλατεία για το πανηγυράκι αλλά άλλοι τόσοι έχουν ανέβει στο στούντιο για να την θαυμάσουν απο κοντά!), ξαφνικά πέφτει το ρεύμα στο σπίτι και έχουμε μείνει με τα κεράκια.

Ενώ μου φάνηκε αρκετά γουστόζικο –ισώς και κατα το ελληνικό συνήθειο να τα σβήνουμε, η ισπανικοθρεμμένη παρέα μου έφτασε στα πρόθυρα του πανικού! Πρωτοχρονιά χωρίς τους χτύπους της καμπάνας της Sol και χωρίς Belén??? Προμηνυόταν καταστροφή στη fiesta. Βγήκαμε στα μπαλκόνια να δούμε αν ήταν γενικό το κακό, αναθεματίσαμε τις γιαγιάδες του πρώτου γιατί μάλλον εκείνες κρύβονταν πίσω από αυτή την σκευωρία, γκουγκλάραμε στα γρήγορα και με όσα αποθέματα μπαταρίας υπήρχε στο pc κάποια online σύνδεση...Μάταια όλα. Τα χρονικά περιθώρια στενεύαν και το ποτήρι με τα σταφύλια στο χέρι είχε αρχίσει να γλιστράει από τον κρύο ιδρώτα. Δύο λεπτά πρίν το πρώτο χτύπο της καμπάνας ευτυχώς όλα επανήλθαν...
Και πήραμε τις θέσεις μας! 15 άτομα σε στάση σαν σε θέατρο απέναντι από την οθόνη και με κάθε χτύπο έβαζες και μια ρώγα στο στόμα. Δώδεκα στο σύνολο και από εκείνες τις χοντρές, με το κουκούτσι στο κέντρο, κι όποιος προλάβει και τις δώδεκα. Και άντε πρόλαβες να τις βάλεις στο στόμα αλλά να έχεις μασήσεις πάνω απο δύο με τίποτα. Είχαν αρχίσει ήδη τα φιλιά. Βέβαια, μάσημα και φιλί μαζί είναι κομματάκι δύσκολο, ζουμιά να σου τρέχουν ακόμη κι απ’ τη μύτη, να αναγουλιάζεσαι και να αγκαλιάζεσαι ταυτόχρονα...και να το κλάμα η Belén, χωρίς λόγο, από συνήθεια. Μου φάνηκε σαν δοκιμασία στο Fear Factor με έπαθλο ένα ποτήρι cava (βλέπε κάτι σε φθηνή σαμπάνια). Και από εκεί και πέρα τα πράγματα κύλησαν ομαλά. Και μετά μέχρι το πρωί ανέλαβε ο Amenábar (αλλουνού παπά ευαγγέλιο αυτό) αλλά εκείνο το ξημέρωμα από τα ψηλά και στα πόδια σου την plaza España, δεν το ξεχνάς, άσχετα με το τί έχεις καταναλώσει.