miércoles, 22 de diciembre de 2010

El Gordo


Κάθε χρόνο τέτοια ημέρα δυστυχώς δε μπορώ να αποφύγω τις τσιριχτές φωνές από τα πιτσιρίκια που ντυμμένα με τη σχολική ποδιά κελαηδούν όλο (μα όλο) το πρωί τα τυχερά νούμερα από την κληρωτίδα του χριστουγεννιάτικου λαχείου. Και υποτίθεται ότι δουλεύουμε, αλλά στην ουσία ελέγχουμε στο νετ όλες τις σειρές και όλους τους πιθανούς συνδυασμούς...

Δεν έχω μπει ποτέ ακόμη στο τρυπάκι να το αγοράσω, ωστόσο είναι μία συνήθεια που με τρομάζει για το εύρος της (και την συγκεκαλυμμένη ludopatía), απλώνεται σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας και σε κάθε χώρο, από το γραφείο μέχρι τον κρεοπώλη σου και από το κομμωτήριο μέχρι το καφενείο του χωριού σου, ένα μοιρασμένο με το αμόρε σου, άλλο με το μπατζανάκη σου, άλλο με τα παιδιά σου και ένα ακόμη με την ομάδα. Οι πιο κολλημένοι ψωνίζουν από τον καθένα και με τον καθένα -γιατί ποτέ δεν ξέρεις, μην τυχόν κάτσει στη σειρά που δίνει ο μανάβης που πάω τόσο καιρό και δεν τον έχω τιμήσει με την αγορά του δικού του λαχείου - ενώ υπάρχουν και χειρότερα: έρχονται ειδικά στη Madrid από κάθε επαρχία για να σταθούν τουλάχιστον τρεις ώρες στην ουρά του λαχειάδικου της Doña Manolita, γνωστή για το γούρι της, κάτι σαν εθνική ηρωίδα.

Τι κι αν βρέχει, χιονίζει, στο κέντρο γίνεται το αδιαχώρητο γύρω από την πόρτα της, υπομονή, η ουρά διπλώνει μόνο ένα τετράγωνο, μέχρι τα μεσάνυχτα εκεί θα είμαστε. Και περνάνε από τις αρχές νοέμβρη ήδη ορδές ισπανών, και όπως είναι αναμενόμενο, με τόσα τυχερά νούμερα και τόσα πουλημένα λαχεία, και φέτος κάτι της έκατσε. Και ο μύθος συνεχίζει, κάθε χρόνο και χειρότερα. Και ευτυχώς που δεν έχω διασκορπισμένο σόι προς τα εδώ, θα έπρεπε να "τους κάνω τη χάρη" να πεταχτώ μέχρι τη Doña για ένα πιο τυχερό χαρτάκι. Αν και πάλι θα υπήρχε η λύση, πάντα υπάρχουν δεκάδες πλανόδιοι που πωλούν τα τυχερά της Doña στον κόσμο της ουράς με το αζημίωτο.

Ο τίτλος του post έρχεται από το όνομα του τεράστιου ποσού: gordo που σημαίνει χοντρός. Η συνέχεια δίνεται με τα Φώτα, οπότε και κληρώνει το niño, πιο μικρό και λιγότερο δημοφιλές, πάλι όμως με παιδάκια που κελαηδούν όλο το πρωί...

viernes, 17 de diciembre de 2010

Concierto vs Dj Set

Είναι αλήθεια ότι σχεδόν ποτέ δε με έχει τραβήξει κάποιο ντόπιο μουσικό σχήμα όπως είναι αλήθεια ότι πολλοί φίλοι και γνωστοί συμμετέχουν σε σχήματα και γκρουπάκια για να ξεδώσουν τα σαββατοκύριακα ή για να περάσουν δημιουργικά κάποιες ώρες. Ποτέ δεν είχα δώσει ιδιαίτερη βάση στο τί παίζουν αλλά ούτε και τώρα, μετά από την αναγνώριση και την επιτυχία (εντός αλλά και έκτος συνορών) θα πω ότι με εξέπληξαν. Μου θυμίζουν κάπως εκείνα τα χρόνια του ‘90 που όλοι γρατζουνούσαμε τις κιθάρες στο ίδιο μονότονο στυλ, όλοι γνωρίζαμε προσωπικά έναν τοπικό τραγουδιστή ροκ συγκροτήματος και όλοι έπρεπε να ξέρουμε τουλάχιστον από ένα τραγούδι της κάθε σαχλαμάρας που έβγαζε δίσκο.


Κάπως έτσι βρέθηκε στη συναυλία μιας φίλης, ήδη με αρκετά tour σε όλη την ισπανία μέχρι την αγγλία και το χιούστον. Σε έναν επαγγελματικό χώρο αξιώσεων που δημιουργούσε πολλές προσδοκίες. Μέσα από γλυκανάλατες κραυγές και κιθαριστικά ξεσπάσματα, το πλήθος είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Η μουσική δεν έλεγε να αλλάξει, νόμιζα ότι έπαιζε το ίδιο τραγούδι με παύσεις, ένιωθα ακόμη κρύο, δεν έπιανα ούτε μία λέξη (αγγλικά ήταν; μάλλον ισπανικά...) μέσα σε τόση φασαρία.


Με το τέλος το πλήθος περίμενε την αλλαγή, γιατί οι δικοί μας έπαιζαν ως teloneros (μια πολύ πετυχημένη μετάφραση κατά τη γνώμη μου για το support group, από το telón που σημαίνει το παραπέτασμα της σκηνής του θεάτρου) για να εμφανιστεί το κυρίως συγκρότημα. Μία καλή φωνή από ένα κορίτσι ακίνητο (εντελώς όμως ακίνητο, σαν να ήταν μίμος στον εμπορικό πεζόδρομο) μπροστά από ένα μικρόφωνο ήταν η μόνη αξιοσημείωτη σκηνική παρουσία. Τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ έμοιαζαν καταληψίες σε λύκειο, με πολύ πάθος και καθόλου ουσία, ωστόσο με τεράστια απήχηση, το κοινό που είχε διπλασιαστεί. Pop σκιτσάκια και ασπρόμαυρες διαφημίσεις έπαιζαν στη γιγαντοοθόνη πίσω από τη σκηνή, απορροφήθηκα, η μουσική δε με είχε συγκινήσει στο ελάχιστο.

Yuksek - Extraball from Yuksek on Vimeo.

Θα περίμενα μέχρι το dj set, λόγος που με έπεισε είναι η αλήθεια να παρεβρεθώ σε αυτό το event. Μέχρι όμως να στήσει το σαμπλερ και το macbook του, η αίθουσα είχε σχεδόν αδειάσει, νόμισα ότι σε λίγο θα μου ζητήσουν να σκουπίσω κιόλας. Επέμεινα, και οι Yuksek με δικαίωσαν. Και τους υπόλοιπους πενήντα. Πίστευα ότι είναι σαν να τους βλέπω να παίζουν στα πρώτα βήματά τους, στο χωριό τους ή όπου. Η Madrid δεν τους πήγαινε…και μάλλον ήταν αμοιβαίο. Extraball; Μπορεί κιόλας...

miércoles, 15 de diciembre de 2010

San Silvestre


Είναι κρίμα μέσα σε λίγες μόλις ώρες να έχουν κλείσει οι εγγραφές για το πιο πιο τελευταίο αθλητικό γεγονός της χρονιάς. Δεν είναι και αγώνας μεταξύ Madrid και Atleti, αλλά σίγουρα υπήρχε μεγάλη αναμονή και πολύ γρήγορη -όπως φάνηκε- κινητοποίηση για δήλωση συμμετοχής.

Τριαντα τέσσερις χιλιάδες εξαντλημένες μέσα σε χρόνο ρεκόρ. Και πραγματικά με γεμίζει ευφορία, απλά γιατί μπορούμε να παραβρεθούμε όλοι απλά μερικοί χωρίς τσιπάκι. Στις 6 το απόγευμα και ανά 10 λεπτά εκκινήσεις, όλες οι ηλικίες, συνήθως με κρύο, ψιλή ψιχάλα ή βροχή και σκοτάδι γύρω σου με διάφορα λαμπιόνια, από σορτσάκια μέχρι μπουφάν και κασκόλ, από τελευταίας τεχνολογίας γάντια nike μέχρι αυτοσχέδια αδιάβροχα από πλαστική σακούλα απορριμάτων. Μία διαδρομή από τις νότιες φτωχογειτονιές μέχρι το κεντρικό πάρκο της πόλης, εντελώς εργατική στα πρώτα χιλιόμετρα για να μετατραπεί σε μεσοαστική στα επόμενα και στο δέκατο να καταλήξει μέσα σε ακακίες και γρασίδια, δίπλα από πρεσβείες και εμβληματικά κτίρια. Θα σταθείς όσο για να πάρεις μια ανάσα και θα φύγεις βιαστικά. Γιατί σίγουρα θα βιάζεσαι. Στο τέλος του αγώνα δεν απομένουν παρά λίγες ώρες για τη αλλαγή του χρόνου.

Μία ιδιαίτερη γιορτή, μία λαοθάλασσα που τρέχει μοιράζεται τις τελευταίες στιγμές ενός έτους. Εν μέσω ταλαντεύσεων με ακόμη ένα σκάνδαλο ντόπινγκ. Μέχρι την επόμενη χρονιά...

 ΥΓ. Μάλλον θα ακολουθήσει και δεύτερο ποστ με τη φετινή εμπειρία, αρκεί να βρεθεί και η κατάλληλη στολή. Κάτι ακούστηκε για robin hood: για να μην την πληρώνουν πάντα οι ίδιοι.

viernes, 10 de diciembre de 2010

...de toda la vida


‘Ηταν μια εβδομάδα με αρκετές αργίες, τόσες όσες χρειάζονται για να πεις ότι έχεις σκάσει από φαγητό και ποτό αυτές τις ημέρες που απέμεινες στην πρωτεύουσα. Και δεν έλειπε τίποτα από το συγκεκριμένο σχέδιο: πρωινό της καταλονίας ή brunch αναλόγως προσαρμοσμένο, γεύμα με σούπα για πρώτο και ψητό για δεύτερο, ρυζόγαλο με καφέ ταυτόχρονα, μεζεδοκαταστάσεις ή ψάρι στα κάρβουνα, aperitivos πριν και digestivos μετά, μπίρες, μηλίτες, τσίπουρα και άλλα οινοπνευματώδη, βαριά και μη...

Έχει μπει και ο χειμώνας για τα καλά, μετά τις βροχές που πλημμυρίζουν τα στενά, οι θυρωροί διεκδικούν την ύπαρξή τους καθαρίζοντας τα μισοσαπισμένα φύλλα μπροστά από τις πολυκατοικίες, κόσμος περπατά σχεδόν στις μύτες (μην λερωθεί; μην πέσει; μην ενοχλήσει τους επί τω έργω;), δαιμονισμένα αυτοκίνητα ακινητοποιημένα στις διασταυρώσεις, έρημα πάρκα και πλατείες όταν σκοτεινιάζει η μέρα, μόνο κάποιες τζαμαρίες κρύβουν βλέμματα, όπως εκείνα τα ψάρια πίσω από τη γυάλα.

Εκεί μέσα θα πιούμε κι εμείς ένα ζεστό τσάι, με τις ψιχάλες να δυναμώνουν και να θολώνουν το τζάμι που μας άφηνε να αντικρύζουμε τον καθεδρικό και το πάρκο στο πλάι του, ύστερα θα συμπληρώσουμε το κέικ καρότου με μία ξεροψημμένη φέτα χωριάτικο ψωμί με έντονης γεύσης κρεμώδες κατσικίσιο τυρί και καραμελωμένες ροδέλες κρεμμυδιού ή μαρμελάδα βατόμουρο, η βροχή δε λέει να σταματήσει, ας καθήσουμε λίγο ακόμη για ένα χυμό σταφυλιού ή ένα λεμονάτο βερμούτ ώστε να μας ανοίξει για τα καλά η όρεξη με και να μας προσγειωθούν στο τραπέζι οι γεμιστές με κιμά και πιπέρια πατάτες και το εκλεκτικό lacón με μπόλικη πάπρικα και θαλασσινό αλάτι, συνοδευόμενα από μηλίτη της Asturias.

Σύγχρονες αλλά κλασικές συνήθειες ντυμένες με gastronomía fusionada: από το πρωινό στο aperitivo και στο καπάκι στο γεύμα με παραδοσιακές αλλά ανανεωμένες γεύσεις. Γιατί τον ισπανό δύσκολα τον ξεκολλάς από τις συνήθειές του, πρέπει να βρεις τον τρόπο να του πλασάρεις το καινούριο χωρίς να τον αλλάξεις, κάτι που -μεταξύ μας- το βρίσκω αρκετά ευφάνταστο. Και λέω μεταξύ μας γιατί ποτέ δε θα παραδεχθούν αυτή την προσκόλληση, γι’ αυτούς είναι μία ανεπίτρεπτη καινοτομία η ρόκα στη σαλάτα: είτε σκέτη είτε καθόλου...

martes, 7 de diciembre de 2010

Nocturno


Έχει καιρό που μου είχε ζητηθεί ένα post σχετκά με τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Είναι αλήθεια ότι τελευταία παρατηρείται μία μεταμόρφωση, κυριώς μάλλον λογώ της avant-garde σκηνής που εν τέλει επιφέρει αρκετού νεωτερισμούς, άλλοτε ενδιαφέροντες και άλλοτε αναμασημένους. Μάλλον όμως θα επικεντρωθώ σε μία κλασική αξία, σήμα κατατεθέν της Καστίλλης, μάλλον σπάνιο ή ίσως μηδενικού ενδιαφέροντος για τους περισσότερους από εμάς που έχουμε συνδυάσει την Ισπανία με την Βαρκελώνη.

Αποτελεί σημείο αναφοράς σε ό,τι και να έχει οργανωθεί για ένα πσκ και δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από το bar Manolo. Δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο, αλλά αναφέρεται ως γενικός όρος σε εκείνο το άνω της 25ετίας μπαρ (θα μπορούσε να είναι το bar Pepe ή bar Miguel κτλ), είτε vintage εξ των πραγμάτων είτε κακόγουστο, που διαθέτει κάθε οικοδομικό τετράγωνο που σέβεται τον εαυτό του (χωρίς αυτό, από barrio μετατρέπεται υποτιμητικά σε zona residencial). Αν έχει την τύχη να διαθέτει πλατύ πεζοδρόμιο και τραπεζάκια έξω, ίσως γεμίσει απο νωρίς, το βράδυ όμως ποτέ δεν θα μείνει άδειο.

Αλουμινένια κουφώματα στη τζαμαρία, φωτεινή επιγραφή με την βαρελίσια μπίρα, προθήκη με τα κρύα πιάτα (τουρσιά, ρώσικη, χταποδάκι, αλλαντικά και οπωσδήποτε tortilla) και κατάλογος με τα ζεστά (αβγοπατάτες, κροκέτες, φιλέτο σάντουιτς, patatas bravas και alioli, χοιρινά αυτιά και μάγουλα και άλλα ανατριχιαστικά), μηχανή για τσιγάρα και ένα δυό φρουτάκια (σχεδόν πάντα κατειλημμένο και μάλιστα με εκείνη την ενοχλητική pop μουσική), τραπεζάκια λάκας και κιτς καρέκλα (εκείνη η μαύρη με στρογγυλεμένη σιδερένια πλάτη και πλαστικό εκρού διχτυωτό κάθισμα), τσαλακωμένες πλαστικοποιημένες χαρτοπετσέτες, κουκούτσια από ελιές και οδοντογλυφίδες στο πλαστικό δάπεδο, βαρέλι με vermú, και το μόνο αντικείμενο της νέας χιλιετίας είναι η tft οθόνη για όλους τους αγώνες (και αν την ώρα που θα βρεθείς εκεί έχει μόνο πρωτάθλημα Κορέας, θα παίζει το big brother ή κανένα μεσημεριανό, που ευτυχώς παίζονται όλες τις ώρες).

Ανοίγει από νωρίς το πρωί και κλείνει μόλις το αλκοόλ απαιτεί μουσική και νεύρο. Ανάλογα με την ώρα πάει και η πελατεία. Η καλύτερη μου βέβαια είναι εκείνη η πρώτη πρωινή ένα σάββατο. Ελλείψει γρήγορου φαγητού κατά τη διάρκεια της νύχτας και μόλις έχουν κλείσει τα χοντρά διασκεδάδικα, συνθέτει ένα αρκετά σουρεαλιστικό σκηνικό, που ωστόσο όλοι δείχνουν να απολαμβάνουν σαν σε έργο τέχνης. 





martes, 2 de noviembre de 2010

Dominguero


Και ξαφνικά μαζεύτηκαν σύννεφα, σφύριζε ο αέρας από τα παράθυρα, ήρθαν οι βροχές και το κρύο του βουνού, γέμισαν οι δρόμοι φύλλα και αποφασίστηκε ένεκα των περιστάσεων ότι ήρθε το φθινόπωρο. Εξάλλου, ήταν πια καιρός, Νοέμβρης ήδη. Και κάπως έτσι ξεκινάς να το γευτείς κάπου πιο έξω από την πόλη.

‘Οχι, δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα, ειδικά όταν ξεκινάς με το πουλοβεράκι σου γιατί βαρέθηκες να βγάλεις τα χειμωνιάτικα από το μπαουλάκι. Και έχεις ξεχάσει το αδιάβροχο, περονιάζουν αυτές οι χοντρές στάλες τα γυμνά σου σημεία. Αποζημιώνεσαι όμως με κατσικίσια παϊδάκια στα κάρβουνα και ριγανάτο χωριάτικο τυρί, σε ένα καφενείο που δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν οι ορδές των domingueros. Είχε και σπιτικό κρασάκι, κόκκινο και άσπρο, χωρίς μεγάλη επιτυχία είναι η αλήθεια.

Και μάταια θα αναζητήσεις τις κρυφές γωνιές των μανιταριών και του κάθε μύκητα της εποχής, παρόλη τη βροχή του προηγούμενων ημερών. Απέχουμε πολύ από τους ειδικούς στην εξεύρεση βρώσιμων θησαυρών, απλά περιοριζόμαστε στη δασική βόλτα παρέα με αγριάλογα και αραιά και πού καποιο σκύλο, αστικοί όλοι τους.

‘Οσο κυκλώνουμε το βουνό και πλησιάζουμε ξανά την πρωτεύουσα, το δάσος παίρνει μία όψη πιο κομψή και πιο μακιγιαρισμένη. Η meseta φαίνεται πιο καθαρά από ποτέ και στα πόδια μας υψώνεται το επιβλητικό μοναστηριακό παλάτι εκείνων των δυνητικών σολομόντων, κείμενοι όλοι τους εκεί μέσα. Και από εκεί ψηλά φαίνονται τα πλήθη των τουριστών και των domingueros, σε σειρά, σαν τα μυρμήγκια που πηγαινοέρχονται από την τροφή στην φωλιά και τούμπαλιν. Φαίνεται σαν να μην έχεις φύγει από την πόλη, το κυριακάτικο χωριό είναι πιο ζωντανό και από τα malls, βλέπεις να παρελαύνει μπροστά σου όλη εκείνη η πανίδα που ήθελες να αποφύγεις, από φωσφορούχα πράσινα φλισάκια και κραμπόν μέχρι βιζόν και δεκάποντη γόβα, το Escorial υποδέχεται τα πάντα. Και καλοτυχίζεις την επιλογή σου να επισκεφτείς το ψηλότερο χωριό της Comunidad de Madrid, κοντά στα 1500, όσο χρειάζεται για να τρέχει μίξες οι μύτη σου, που για τους domingueros φαντάζει μάλλον υπερατλαντικό ταξίδι και αλπικές εξορμήσεις...

Και για την καλύτερη κατανόηση, να πω εδώ ότι οι domingueros είναι οι κυριακάτικοι εκδρομείς (από το domingo που σημαίνει Κυριακή): συνηθίζουν να παίρνουν το αυτοκίνητο και να κινούνται σε μέρη, απόστασης της μίας ώρας περίπου, που έχουν ακούσει από φίλους -επίσης domingueros- ή έχουν καφέ (βλέπε τουριστικού ενδιαφέροντος) πινακίδες στον αυτοκινητόδρομο, τόσο γραφικά χωριά όσο τοπία στη φύση. Δεν είναι και λίγα αυτά τα μέρη και γι’ αυτό τις Κυριακές είναι πάντα γεμάτα. Βγαίνοντας από αυτά τα στενά μονοπάτια, η φύση της Madrid ξεδιπλώνεται μάγικα και πέρα από οδηγούς. Παρολ’ αυτά, σε μία πόλη των 6 εκατομμυριών, είναι αρκετοί και οι αγνοί περιπατητές ή οι συστηματικοί ορειβάτες. Απομόνωση και Κυριακή απαιτεί μάλλον πολλή διάθεση και αυτοσχεδιασμό.

lunes, 18 de octubre de 2010

Bedford Av.

Υποσχέθηκα σιδεροτριχιές και ζωντανές μουσικές, και το σκηνικό δεν θα το αλλάξω αισθητά. Γιατί αυτό το ταξίδι τα είχε σχεδόν όλα, ίσως μόνο να έλειπαν τα φαντασμαγορικά νέον αλλά μάλλον και αυτό ήταν το ζητούμενο.


Διασχίζοντας τον ποταμό που έστεκε στο πλάι σου από την γέφυρα του Williamsburg, καπού λίγο μετά την Alphabet City, έφτανες σε εκείνη την διφορούμενη γειτονιά στα όρια του χασιδισμού (ξέρετε, εκείνοι οι ξυρισμένοι γουλί με τα μπουκλάκια εκατέρωθεν και τις μαύρες μακριές καπαρτίνες που νόμιζες ότι μπήκες καταλάθως στο σενάριο κάποιας γκανγκστερικής ταινίας του ‘20) και της κουλτούρας hipster (εδώ νομίζω δεν χρειάζεται επεξήγηση). Έχεις πατήσει ήδη το πόδι σου στο περιβόητο Brooklyn, πάντα στη σκιά του απέναντι νησιού, αλλά εξίσου -αν όχι περισσότερο- γοητευτικό. 

Και εκεί είναι που θα δοκιμάσεις τα καλύτερα χάμπουργκερ της πόλης, θα αφεθείς στην ρέμπελη βόλτα με το macbook, θα κάνεις brunch με honey&butter muffin και well-done μπριζολάκια γεύσης bbq, θα επιστρέψεις στα 80 μέσα στα δοκιμαστήρια των second-hand ρουχάδικων για να βγεις πιο vintage από ποτέ, θα δοκιμάσεις κινέζικη «σουσαμόμπαλα», θα ξαναγίνεις παιδί με τις μουσικές της Kimya Dawson, θα κοιμηθείς κάτω από δεκάδες σωλήνες και σωληνώσεις στο ανακαινισμένο loft, θα τιμήσεις τον Lennon με ένα δολάριο στο βρακί της ερασιτέχνιδας χορεύτριας (και εν δυνάμει συγκατοίκου σου) σε μία burlesque παράσταση, θα σε φωνάξουν οι χασήδες το Σάββατο να ανάψεις τον φούρνο τους για να ζεστάνουν το φαγητό (Σάββατο δη, ουδεμία εργασία επιτρέπεται...), θα χωθείς σε ένα βουλκανιζατέρ να χορέψεις μέχρι την ανατολή του ήλιου, θα κάνεις πετάλι μέχρι το τρενάκι-φάντασμα στο Coney Island, θα μυρίσεις σκόνη στις γειτονιές, θα τραγουδήσεις όλο το West Side Story συνοδεύοντας στο πιάνο τον χοντρό ξανθό που προφάνως αργότερα ντύνεται γυναίκα και αν δε ρίξεις ένα δολάριο στο πρώτο ψηφιακό jukebox που είδα στη ζωή μου, θα ακούς τα τρένα να περνούνε κάθε δέκα λεπτά...



jueves, 7 de octubre de 2010

Sierra de Francia

‘Ηταν εβδομάδες που περνούσε από το μυαλό μου η διαφυγή σε κάτι λίγο μακρύτερα από τα συνηθισμένα και σε χαμηλότερα υψόμετρα, κυρίως χωρίς μεγάλες κλίσεις και χωρίς πολλά μποφόρ, καθώς το κρύο δε λέει να υποχωρήσει και μάταια περιμένουμε το καλοκαιράκι του San Miguel, κλασικό πλέον στις αρχές Οκτώβρη που όμως φέτος μάς εξαπάτησε. ‘Ετσι έφτασα, διασχίζοντας καστιλιάνικες καστροπολιτείες και χωριά που μυρίζουν σκληρό κεφαλοτύρι και jamón bellota, μέσα σε ένα -καταπράσινο ακόμη- δάσος από βελανιδιές, αριές, κουμαριές, καστανιές και πουρνάρια. Λίγες εβδομάδες αργότερα και όλα θα κιτρίνιζαν, θα κοκκίνιζαν και τέλος θα έμεναν γυμνά, εκτός ίσως από τα λιγοστά πεύκα.

Η διαδρομή, καλούμενη «μονοπάτι του νερού», δεν ήταν μεγάλης διάρκειας, σε χαζολογούσε όμως ευχάριστα με ο,τιδήποτε έβρισκες στο διάβα σου: γλυπτά γνωστών και μη καλλιτεχνών, γρανίτης και σίδερο, φυλλώματα και καρποί, σύμβολα θρύλων και παραδόσεων της περιοχής, πηγές, ρυάκια, ποταμάκια και χείμαρροι, άλλα σχεδόν στεγνά, άλλα ήρεμα και μερικά ορμητικά, άγουρα κάστανα, βελανίδια, μούρα και βατόμουρα, σμέουρα και μπουρνέλες, κράνα, κούμαρα πράσινα και κόκκινα, ακόμη και σταφύλι μοσχάτο και φιρίκια, μέντα, δεντρολίβανο και αγριοματζουράνα, ένα καφενείο ξεχασμένο από το ’50, μέσα στο κοινοτικό γραφείο, είκοσι τριάντα διώροφα σπίτια όλα κι όλα, με πέτρα και ξυλοσανίδες, προστατευμένα με παλιά λαμαρίνα είτε εκτεθειμένα στο βοριά, να σκάνε και να σφυρίζει ο άνεμος, νωπά σημάδια ζωής στο χώμα, μια γοργόνα και μία παλιά φιδοπουκαμίσα, λίθινες βρύσες και ήχος τρεχούμενου νερού, διαρκής ροή, να μην ησυχάζει ποτέ αλλα να σε ηρεμεί...



Και εκεί, ανεβαίνοντας μέχρι τον αυχένα και διασχίζοντας τις πλάγιες εκείνες που έχουν σμιλέψει επικίνδυνα όλο το χειμώνα και μέχρι τον απρίλη οι χιονούρες, μπορείς πλέον να ατενίσεις τον ορίζοντα, όλες τις κορυφογραμμές που διαδέχεται η μία την άλλη, όσο μακρύτερα τόσο το πράσινο γίνεται γκριζομπλέ, για να χαθεί το μάτι σου ανάμεσα στις κοιλάδες μέχρι την Πορτογαλία και τις τεχνητές λίμνες του Τάγου στο πέρασμά του. Εκεί που η γη δίνει τόπο στις κερασιές και με τη σειρά τους στις ελιές. 

 Ανάμεσα σε αυτό το Σάββατο και στο επόμενο υπάρχει μία τεράστια διαφορά, σκέφτηκα, εξίσου θελκτικά και τα δύο χωρίς αμφιβολία, που τα συνδέουν ωστόσο στενά δύο σημεία: το τραγούδι που παίζει, το μεν σε μια μικροσκοπική συσκευή, το δε ζωντανά, και το δέος που προκαλεί το ύψος, το μεν φυσικό και αβίαστο, το δε με σιδερόσκοινα και τσιμεντοκολόνες...

jueves, 16 de septiembre de 2010

Por Culpa De La Lluvia...

Καθώς ερχόμουν για άλλη μία μέρα να σταθώ για οκτώ τουλάχιστον ώρες μπροστά στον υπολογιστή, μάλλον οι χοντρές σταγόνες που έπεφταν ή ακόμη και αυτή η μυρωδιά της βρεγμένης γης, με έκαναν να ανασύρω μία φωτογραφία από το αρχείο –και δεν είναι η μόνη- και να την περάσω σαν φιλμάκι με διαφορετικούς συντελεστές κάθε φορά, κάθε καλοκαίρι που έχω πατήσει το εναλλασσόμενο βότσαλο με ψιλή άμμο αυτής της παραλίας και έχω βουτήξει στα κρύα νερά της. Και δεν είναι λίγα αυτά τα καλοκαίρια, πάνω από είκοσι καρέ μετράω, πάντα όμως με εκείνη της ανατριχιαστική και γαργαλιστική αίσθηση μόλις σε χαϊδεύει η ποσειδωνία.

Κάποτε θυμάμαι ήταν απρόσιτη, αργότερα ανοίχθηκε περισσότερο ο δρόμος, μέχρι να φτάσει σήμερα να μποτιλιαρίζεται. Πλέον δεν είμαι ο μόνος που την επισκέπτεται, ούτε όμως θα σταματήσω να το κάνω. Γιατί υπάρχει και ο Σεπτέμβρης, ακόμη και ο Οκτώβρης, όταν ακόμη χρειάζεται να φτιάξω τον φραπέ μου και να τον φέρω μαζί μου (γιατί θα έχει χειμωνιάσει για το όχι και τόσο άρτι αφιχθέν μπιτσόμπαρο), όπως τότε που πρωτοάρχισα να καπνίζω, και το κολύμπι μέχρι το απέναντι νησάκι είναι το ίδιο απολαυστικό, τα νερά το ίδιο ήρεμα, έτσι και πότε την βλέπεις κανονικά και πότε σαν αρνητικό, τώρα βλέπεις και καλύτερα τον ήλιο να δύει μέσα στο απέραντο από εκείνο το άδειο παρατηρητήριο του ναυαγοσώστη, δεν χρειάζεται να τρυπούν τα πουρναρόφυλλα τα γυμνά σου πόδια και να επιμένεις κάθε φορά να βρεθείς από την πίσω πλευρά, να ακούσεις καλύτερα τη θάλασσα που σκάει στο φυσικό κυματοθραύστη.

Θυμάμαι μπορούσα να περάσω όλη την ημέρα εκεί, πλέον μεγαλώνοντας την προτιμώ νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, όταν ο κόσμος μοιάζει να γυρίζει από κάποιο προσκύνημα και σιγά σιγά να με αφήνει πιο γαλήνιο από ότι όταν έφτασα. Μόλις κλείσει και η τελευταία ομπρέλα και πριν ανοίξει η πρώτη. ‘Οσο για να προλάβουν να μου σερβίρουν ένα καφέ, το πόσο γρήγορα θα τον τελειώσω είναι άλλο θέμα. Όπως και σήμερα που τελικά και για ακόμη μία φορά δεν έφτασα στην ώρα μου. Η βροχή θα φταίει, σκέφτηκα, και έδιωξα έτσι ίσως μία υποψία νοσταλγίας από τα καλοκαιρινά καρέ.

martes, 7 de septiembre de 2010

Mi Barrio


Κάθε φορά η επιστροφή στην πόλη είναι κάπως νοσταλγική, και δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα τυχαίνει να είναι Κυριακή ή σαν Κυριακή, επανέρχεσαι στην καθημερινότητα με απλά και βαριεστημένα βήματα αφού πρώτα περάσεις από το μανάβη, τον κρεοπώλη, τον μπακάλη, το φούρνο, ακόμη και το περίπτερο για την κυριακάτικη που έχει ξεμείνει. Και είναι σαν να μην έχει περάσει καμία μέρα από τότε που την εγκατέλειψες παροδικά, ίσως μόνο λίγο περισσότερο σκονισμένα από την άπνοια και τις αραιές χωμάτινες σταγόνες της ερήμου. Όμως είναι τα ίδια πρόσωπα, ο ίδιος καφές στα φλυτζανάκια, η ίδια γεύση στα tapas, οι ίδιες διαδρομές, ίδιες κοφτές ματιές στους περαστικούς, ακόμη και οι ίδιοι χρόνοι.

Προχθές απέμεινα να χαζεύω ένα κλασικό τύπο, αν και πρώτη φορά τον έβλεπα, ήταν σαν να βρίσκεται σε εκείνο το τραπεζάκι χρόνια τώρα, απ’ όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στη γειτονιά: να διαβάζει ένα λογοτεχνικό στο πλάι, σταυροπόδι, με converse ασορτί με το second-hand tee, διάθεση αγουροξυπνημένου, στιλιστικά άνεργος ή οιονεί freelance, και κάθε που τελείωνε μια παράγραφο, να ρίχνει δυο βλέφαρα στο κόσμο που κάθεται και στον κόσμο που περνάει πίνοντας μια γουλιά απ’ το vermut του. Αρκετές φορές έχω αναρωτηθεί πότε θα πάρει το ποδήλατό του να πάει λίγο παραπέρα, εκεί που κάνουν picnic οι εκουατοριάνοι, εκεί που βάζουν στη διαπασών reggaeton οι βενεζουελάνοι, στα πάρκα που σκαλίζουν τα πόδια τους οι πακιστανοί και στις λεωφόρους που σου βρίσκουν parking οι βούλγαροι. Εκεί δεν τον έχω δει ποτέ μου, παρόλο που είναι όλοι δίπλα μας. Και αν παραδόξως τον πετύχω, σίγουρα θα είναι απλά και μόνο γιατί γυρίζει μία μικρού μήκους που θα παρουσιάσει αργότερα σε ένα cafe-bar-galería-sexshop με καλεσμένους όλους τους φίλους του facebook…

lunes, 2 de agosto de 2010

Riera



Μέσα σε μία πόλη που κάθε μεσημέρι βράζει και κάθε βράδυ ξαναπαίρνει ζωή, που κάθε Κυριακή γυρίζει με μία βαλίτσα από τις παραλίες της Μεσογείου, που μυρίζει λάδι καρύδας κάθε Δευτέρα πρωί αλλά καθόλου αρμύρα, που κάθε μέρα που περνάει κινείται με όλο και πιο αργούς ρυθμούς, κάπως έτσι λοιπόν γεννήθηκε αυτή η συλλογή, μάλλον μέσα από μια ανάγκη να αντιδράσεις όσο εξαντλημένος κι αν αισθάνεσαι από τον ανελέητο ήλιο, για να συνοδεύσει μία διαδρομή κάτι λιγότερο από μιάμιση ώρα για να φτάσεις μέχρι εκείνον τον κρυμμένο χείμαρρο που οι βροχοπτώσεις φέτος του επέτρεψαν να γεμίσει τους καλοσχηματισμένους βράχους του για να βουτήξεις όπως τα βατράχια δίπλα σου αλλά ευτυχώς να παραμείνει μακριά από τις ορδές των κυριακάτικων εκδρομέων ώστε να απομονωθείς όσο χρειάζεται. Δεν πρόκειται επομένως για ένα δροσερό καλοκαιρινό soundtrack όσο μάλλον για μία μουσική συνοδεία σε μια σύντομη φυγή. Ελπίζω να το απολαύσετε όπως εγώ.
Θα το βρείτε εδώ.


martes, 6 de julio de 2010

Vida reservada

Πίνω ένα ξυνισμένο καφέ περιμένοντας πότε θα έρθει η μέρα που δεν θα αναγκάζομαι να έρχομαι τα απογεύματα στο γραφείο. Δεν φαντάζομαι ακόμη πώς θα εκμεταλλευτώ εκείνον τον ελεύθερο χρόνο.
Μπαίνω σε σελίδες ταξιδιωτικών γραφείων και αεροπορικές μήπως βρω κάτι ενδιαφέρον αλλά ξέρω ότι στο τέλος θα βρω μία μέτρια δικαιολογία για να το ακυρώσω και θα κλείσω αμέσως τον πλοηγό για να μην προλάβω να νιώσω τύψεις για την πλήξη μου.
Φοράω το πουκάμισο ασιδέρωτο, σχεδόν σαν σακί πέφτει πάνω μου, και μετράω τις ώρες που το συννεφόκαμα θα ξεσπάσει για να στάξει πάνω από τις στέγες και να δροσίσει το σπίτι.
Δεν κοιτάζω κανέναν από αυτούς που μου μιλάνε περνώντας από το διάδρομο, δεν έχω όρεξη και προσποιούμαι ότι πιάστηκε ο λαιμός μου με όλα αυτά τα air condition. Έπειτα συνεχίζω την προσήλωση στην οθόνη.
Κατεβάζω τον τελευταίο δίσκο των Lullatone και χαζεύω πότε στο παράθυρο τα περιστέρια και πότε πίσω από τις κουρτίνες του απέναντι διαμερίσματος, το ίδιο κλεισμένοι όπως εμείς, ίσως και χειρότερα.
Ακούω κάποια τηλέφωνα να χτυπούνε, σχηματίζω με το μυαλό μου έναν άλλον αριθμό και φέρνω την εικονική κλήση σε καρέ μπροστά στα μάτια μου, σαν σε βωβό βιντεάκι που πέφτουν οι καρτέλες με το διάλογο μέσα σε εισαγωγικά.
Ακούω τα βήματα μέσα και κάτω από το χιόνι, εκείνο που μας σκεπάζει χειμώνα καλοκαίρι και μερικές φορές μας κρύβει ενώ άλλες μας ζεσταίνει, για να φυτρώσουμε κάποια στιγμή ως την επιφάνεια, μέχρι να πέσει το καινούριο και να μας ξανακρύψει, να μας ξανακουκουλώσει και ξανά και ξανά...

miércoles, 16 de junio de 2010

Playa de San Pedro


Μέσα σε μία περίοδο που μόνο καλοκαίρι δε θυμίζει, με απογευματινές μπόρες που σε κάνουν να βαδίζεις γρήγορα, με σκοτεινιασμένα μεσημέρια, έναν κρύο πρωινό αέρα που φαίνεται να κατέβηκε από τα τρεις χιλιάδες μέτρα, μερικές φορές με κρυάδες που μπλέκονται με τη γύρη και τις καταρροές, θυμήθηκα την προ μηνός εξόρμηση σε εκείνη την παραλία των –κάποτε- πειρατών και –νυν- γυμνιστών και χίππιδων. Και όχι ότι δεν ήταν το ίδιο θελτκική όπως κάποτε φαντάζομαι για τον Οδυσσέα κι εκείνες τις γοργόνες που τον μάγευαν, ωστόσο εκείνη την περίοδο ίσως να μην υπήρχαν οι ύπουλες μέδουσες να περιμένουν σε κάθε σου βουτιά να σε πλευρίσουν. Και είναι αλήθεια ότι όσο κι αν προσπάθησα να ακολουθήσω τις γοργόνες, μάλλον μάταιο απεδείχθη, γιατί μόλις που τολμούσα να βραχώ ως τα γόνατα μου. Και εκεί βρισκόμουν, στην παραλία, γυμνός, πίνοντας νερό από τη πηγή, την ίδια που κάποιοι χρησιμοποιούσαν για το λουτρό τους –όπως θα έλεγε η γιαγιά μου και όπως καλύτερα μου ταιριάζει στην περίπτωση. Σε μια νέου είδους αποικία, που σίγουρα κάποιοι την εκμεταλλεύονταν στο έπακρο και κάποιοι περιστασιακά, μέσα σε πέργολες από φραγκοσυκιές, κτίσματα υπό εγκατάλειψη, σπηλαιόμορφες αυλές και βραχοκαθίσματα. Είχα μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω και τον μικρό «Μόγλη», γεννημένο και μεγαλωμένο εκεί στα 7-8 χρόνια της ζωής του, όταν με έκπληξη διαπίστωσα, όταν μπήκα στο αυτοσχέδιο μπιτσόμπαρο να ζητήσω μπίρες (και αφού ντύθηκα, μην προσβάλω το ξένο σπίτι) ότι άκουγε στη διαπασών κάτι μεταξύ punk rock και ska από το ολοκαίνουριο laptop (πρόσεξα ότι είχε ήδη τα windows 7) σερφάροντας με το στικάκι ασύρματης σύνδεσης, όλα τροφοδοτούμενα (και τα περιφερειακά που δεν ήταν λίγα) από τις φωτοβολταϊκές πλάκες. Πάλι καλά, και οι μπίρες ήταν αρκετά δροσερές.

jueves, 29 de abril de 2010

Arrecife de las Sirenas


Η διάθεση είναι στα καλύτερα της, βοηθάνε οι υψηλές θερμοκρασίες, ο ασυννέφιαστος ουρανός, ενώ αντίθετα σε προσγειώνουν το υποχρεωτικό ωράριο, οι τηλεφωνικές κλήσεις, η φωνή του αφεντικού. Πάλι καλά που υπάρχουν τα “ευέλικτα μέσα εργασίας”, και αναφέρομαι στο πολύ μικρό σάλτο από τους πίνακες του excel στις ταξιδιωτικές ιστοσελίδες, δύο click όλα κι όλα με το ποντίκι. Και έχει μέρες που ψάχνω να κατέβω στο Cabo de Gata, εκείνο το ακρωτήρι που χώνεται μέσα στη Μεσόγειο, μεταξύ της ιδιόμορφης για την Ευρώπη ερήμου –που κάποτε γυρίζονταν ταινίες Φαρ Ουέστ- και του Σκοπέλου των Γοργόνων –που κάποτε περνούσε ο κάθε Οδυσσέας και μαγευόταν. Εκεί βρίσκονται και άλλα καλά κρυμμένα που περιμένουν να τα ανακαλύψουν, να τα γευτούν, να ακουστούν...Εκεί βρίσκεται και ο Jaime φύλακας του μοναδικού φυσικού κάλλους. Εκεί ταξιδεύω κι εγώ τώρα μέσα από μια 15άρα οθόνη, ελπίζοντας ότι θα μπορέσω να φορέσω εκείνο το λουλουδένιο στεφάνι όταν πρέπει, για να με καλωσορίσει η φύση και να την καλωσορίσω κι εγώ.

lunes, 26 de abril de 2010

Maratón Popular de Madrid


Την Κυριακή διασκέδασα πολύ μια γιορτή διαφορετική από αυτές που συνήθως έχει συνδέσει ο κόσμος στην Ισπανία. Όχι ότι έλειπαν κι αυτές –ποτέ δε λείπουν από κανένα σαββατοκύριακο από το Πάσχα και μέχρι τις 12 Οκτωβρη, ειδικά την περασμένη εβδομάδα η Sevilla βρισκόταν στα καλύτερα της με ατελείωτες ώρες sevillanas, tinto de verano και άφθονο ήλιο, ωστόσο, εκείνες τις ώρες που κάποιοι έβγαιναν από τα τελευταία μαγαζάκια που σερβίρουν για πρωινό βόμβες, εκεί που συναθροίζονται μυρωδιές μπάφου, ιδρώτα, κόκας και ξερατού, που συναντάς chaperos και πόρνες εξαντλημένες προς αναζήτηση μιας τελευταίας βιζίτας, τότε λοιπόν μαζεύονταν περίπου 15 χιλιάδες κόσμου για να συμμετάσχει στο Μαραθώνιο της Μαδρίτης, και άλλοι τόσοι περίπου για να τους συνοδεύσουν και να τους ενθαρρύνουν.

Και γέμισαν οι δρόμοι από φωσφορούχα χρώματα και vintage σορτσάκια, διέσχισαν κάθε σημείο της πόλης, ιστορικό, αστικό, πράσινο, μοντέρνο, κυρίως με τα πόδια, αλλά και με ποδήλατα ή με πατίνια, από 5 έως 75 χρονών, κάθε φυλής και γλώσσας, όπως και όλοι αυτοί που ενθάρρυναν τους συμμετέχοντες, μέχρι και 6 ώρες αργότερα, σε μία περίεργη συνάντηση μεταξύ προσπάθειας και χαλαρής βόλτας.

Και είναι αλήθεια ότι ήταν μια συγκινητική γιορτή: για τους πρώτους –όλοι από την Κένυα παρεπιπτόντως- που τερμάτιζαν ενώ εμείς μόλις είχαμε ξεκινήσει, για τους γονείς που έτρεχαν παρέα με τα παιδιά τους, για την 65χρόνη που περίμενε υπομονετικά πότε θα περάσει ο σύζυγος για να τον χειροκροτήσει, για τον από χειρός ανάπηρο με τα πατίνια, για όλους όσοι έκαναν την προσπάθεια –και τη θυσία στην ουσία- να ξυπνήσουν τα ξημερώματα μιας Κυριακής, για τα χαμόγελα και την γενική εφορία που δεν έλειψαν από κανένα.
Και τέλος, για εκείνο το αίσθημα ξεκούρασης και ικανοποίησης συνδυασμένο με ένα βασιλικό πρωινό, ξεροψημένο ψωμί με φρεσκοτριμμένη ντομάτα και ελαιόλαδο Ανδαλουσίας κάτω από τον ήλιο της Μαδρίτης.

viernes, 9 de abril de 2010

Paseando con Jamba


Άνοιξε και ο καιρός και αυτές τις διακοπές αποφάσισα να τις περάσω στην πρωτεύουσα. Σε πάρκα, σε πλατείες, σε μουσεία, στους πεζοδρόμους, στα περίχωρα. Εξάλλου θα είχα και όμορφη παρέα, τη Jamba, μαύρη, λεπτή, αεικίνητη (ή έτσι πίστευα), υπάκουη και κυρίως βολική όσο κανένα άλλο σκυλί που γνωρίζω. Εξάλλου μαζί της μπορώ να παω σχεδόν παντού, ακόμη και να πάρω το τρένο, είτε να δω μια έκθεση. Απαραίτητα μόνο η αλυσίδα της, η μαύρη σακούλα εν είδει γαντιού για την περισυλλογή και το τόπι της...και είναι αλήθεια οτι μαζί της πέρασα πιο τουριστικά κι από ποτέ...είναι κάτι σαν τα μωράκια, όλος ο κόσμος σου μιλάει, σου διηγείται καμια ιστορία, σε κοιτάζει, σε πλησιάζει, χαϊδεύει, γελάει, ακόμη ακόμη μερικές φορές σε κερνάει και τσιγάρο (μεγάλη απλοχεριά μια τέτοια κίνηση σ’ αυτόν τον τόπο). Και η Jamba σε ανταμοίβει με μοναδικό τρόπο, μόνο εκείνη τον ξέρει, και μουγκρίζει ευτυχισμένη όταν γυρίζει σπίτι και χώνεται στο κρεβατάκι της να ξεκουραστεί. Και είναι αλήθεια ότι το μεγαλύτερο μουσείο της Μαδρίτης είναι εκείνο το ζωντανό και αρκεί μόνο μια βόλτα ήσυχη, χωρίς βιασύνες, για να το ανακαλύψεις.
Από τις καλύτερες στιγμές εκείνη της περιφοράς του επιταφίου ή κάτι παρόμοιου σε μια ίσως πιο συντηρητική πλευρά με το κλασικό κοινό (ξέρετε, εκείνο που κατέβηκε και στη διαδήλωση για τις ταυτότητες εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα) μπλεγμένο με γιορτινές νότες και δύο στενά παρακάτω, σε μία μάλλον πιο ανοιχτή γειτονιά, περνούσε από τη μπίρα στο βαρύ αλκοοόλ μια παρωδία με την εκδοχή της transexual παναγίας να θρηνεί τον macho υιό της υπό τους ήχους της house χορωδίας και των επτά χρωμάτων.

miércoles, 24 de marzo de 2010

Metamorfosis


Χθες διάβασα στην εφημερίδα τα στατιστικά σχετικά με τον τουρισμό στη Μαδρίτη κι εκείνο που με παραξένεψε είναι ότι υποδεχόμαστε περισσότερους τουρίστες απ’ ότι η Βαρκελώνη, που περπατάς στο κέντρο και είναι σαν να συνεχίζει το παγκόσμιο forum όλο το χρόνο όλες τις εποχές, που για να ακούσεις ισπανικά ή καταλανικά πρέπει να μπεις σε κάποιο κιτς μπαρ, που για να βρεις κάτοικο διαμένοντα πάνω από ένα έτος πρέπει να βγεις στα περίχωρα...Κι αν βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι είναι γιατί δε φοβόμουν ότι θα παραμείνω ξένος, ήξερα ότι ο κόσμος θα με ενσωμάτωνε μέ ένα μοναδικό τρόπο, που όλοι θα με κοιτάνε με απορία όταν διηγούμαι ότι δεν είμαι ντόπιος, που κανέναν δεν θα τον ενδιάφερε γιατί είμαι εδώ, απλά μόνο το ότι είμαι εδώ...
Αλήθεια, τι είναι αυτό πλέον που τραβάει τόσο τουρισμό η πόλη; Ότι είναι πρωτεύουσα; Ότι έχει τρία πολύ αξιόλογα μουσεία; Ότι είναι προσβάσιμη και φιλική; Ότι συνδυάζει το mainstream με το underground, το γοτθικό με το ρομαντικό, το hi-tech με το decadence στην ίδια γειτονιά; Γιατί δεν υπάρχει αντίφαση πιο γοητευτική είναι η αλήθεια: ένα γραβατωμένο κοστούμι Armani που το απόγευμα φοράει sneakers και κουβαλάει τη ρακέτα του paddle για να καταλήξει με κόκκινο κραγιόν και σκισμένο καλτσόν σέρνοντας ένα ανθρωποειδές τριχωτό τετράποδο σε αλυσίδα. Γιατί αυτό είναι η Μαδρίτη, μία συνεχής μεταμόρφωση σε μόλις ένα 24ωρο ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού σου.

martes, 2 de marzo de 2010

Finde Futbolista



Βρέθηκα σε ένα κατάμεστο γήπεδο, με μία κερκίδα όπως πάντα στο πέταλο να χορεύει ρυθμικά και να φωνάζει με φορητά μεγάφωνα, οι υπόλοιποι, άντρες και γυναίκες ήσυχοι στις θέσεις τους, με τα σποράκια, τα σαντουιτσάκια τυλιγμένα στα αλουμινόχαρτα για το διάλειμμα, ήταν και κοντά η ώρα του δείπνου, κανα μπαφάκι να περάσει και η ώρα πιο χαλαρά, ακόμη και με κουβέρτες μερικοί, και δεν ήταν λίγοι όλοι τους, κοντά 50.000. Η ατμόσφαιρα έπρεπε να ζεσταθεί πριν το ματς, με δυο τρεις μπίρες, φάσεις και σχόλια από τους απογευματινούς αγώνες, με φάτσες που νομίζεις ότι τις βλέπεις σε κάθε γήπεδο (ναι, αυτές που το λιγότερο που φοράνε είναι το τρίχρωμο κασκόλ, τους λείπουν κανα δυο δόντια και ίσως και καμιά καλή ουλή στο μάγουλο κτλ). Και με αυτά και με εκείνα, μπαίνοντας στο γήπεδο είχες την αίσθηση ότι μπήκες σε κάποια σικ συναυλία.

Ο διαιτητής έκανε τα πάντα για να μας εκνευρίσει, ωστόσο μόνο ένα μπουκάλι νερού πετάχτηκε στον αγωνιστικό χώρο, ούτε το αντίπαλο γκολ κατάφερε να εξαγριώσει τα πλήθη, ούτε ένας αναπτήρας, ένα κέρμα, κάτι, δε ζήτησα φωτοβολίδες, αλλά να, μια αναστάτωση, ένα τζέρτζελο, να τσινηθούμε λίγο περισσότερο, να ξεδώσω ήρθα, αλλιώς καθόμουν στον καναπέ του σπιτιού μου και έβριζα. Ούτε καν εκείνες οι κλασικές φάτσες δεν τόλμησαν. Κι ας μου έκανε κάπως περίεργο η έλλειψη κιγλιδώματος, λίγο ακόμη και θα χάιδευα τα μαλλάκια του Cun εκεί στον πάγκο. Τέτοια οικειότητα και τέτοια καλοσύνη. Ως και το χειρότερο που ακούστηκε για τον διαιτητή ήταν το «παλιάτσος»! Και δε μπορώ να πω, πέτυχα σε καλό ματσάκι, αλλά τόση φασαρία, τόση ταλαιπωρία, καλύτερα και πάλι το λέω στον καναπέ, θα έβλεπα και τις επαναλήψεις σε αμφισβητούμενες φάσεις και γκολ, θα έπινα και μια μπίρα που θα μου επιτρεπόταν, θα κρύωνα λιγότερο...


Το προχθεσινό ντέρμπι Real – Atleti των 15χρονων είχε περισσότερο νεύρο, μικρή κερκίδα αλλά φανατική, διασκεδαστικό όσο δεν πάει, και εκεί παιζόταν και το μέλλον τους, είχε όσο να πείς την αγωνία στο full, έκανες και το κομμάτι σου με τα γυαλιά ηλίου και το μπλοκάκι υπο μάλης…Και νομίζω εκεί θα επιστρέψω, στο χαβάλε του μικρού, ίσως και της παλιάς αλάνας.


υγ. απλή υπενθύμιση για το μαρτίτσι από σήμερα, μην μας κάψει ο ήλιος...κυρίως για όσους πάμε για σκι


martes, 16 de febrero de 2010

Βροχή σαν...ποντς

‘Εχει μία απαίσια μέρα σήμερα, όπως και χθες, από το πρωί: βροχή και πάλι βροχή, ίσως και χιόνι υγρό κατά διαστήματα, να μυξοστάζει η μύτη σου, να περνάνε οι χοντρές σταγόνες που πέφτουν από τα στενά μπαλκόνια μέσα από το σκούφο σου, να ανατριχιάζεις και να συγχύζεσαι χειρότερα, να πέφτεις μέσα στις λακούβες και να βγαίνεις λασπωμένος, σίγουρα υπάρχουν και χειρότερα, αλλά δε με ενδιαφέρουν ούτε εκείνα ούτε τα τωρινά μου. Γιατί είναι απλά όμορφο όλο αυτό όταν περπατάτε μαζί, ερωτευμένος, ακόμη και στις 4 το ξημέρωμα στην έρημη πόλη, γιατί είναι εξίσου όμορφο να έρχεται η πρώτη σου επαγγελματική επιτυχία και ας οργιάζει ο τόπος, γιατί μερικές φορές εύχεσαι να τα ζεις όλα αυτά όταν κάνει μία τέτοια “απαίσια” μέρα γιατί ξέρεις ότι την επόμενη φορά δεν θα είναι και τόσο απαίσια, θα έχει ζεστάνει και γλυκάνει, όπως το ποντς της γιαγιάς μου, σε κείνο το μπρικάκι το μπακιρτζίδικο, ίσα-ίσα πριν αρπάξει φωτιά αλλά γλυκόπιοτο, και κάθε φορά μου καθάριζε τα εντός μου, ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα, όπως και τώρα τούτη η ασταμάτητη νεροποντή.

martes, 9 de febrero de 2010

Ilusión del mercado


Σήμερα πέρασα μπροστά από την λαϊκή και είδα πως ξεφορτώνονται τα κολοκυθάκια και τα πράσα, ή μάλλον τα φρέσκα κρεμμυδάκια, δεν πολυπρόσεξα κιόλας. Και ύστερα, την ψαραγορά, υπήρχαν και αρκετά καφάσια γεμάτα με θρυμματισμένο πάγο και ξεψυχισμένα ψάρια, κυρίως μεγάλα, μύριζαν και φουρτουνιασμένη θάλασσα και μου φάνηκε περίεργο στο μέσο της meseta να αισθάνομαι αυτή η ατλαντική μπόρα. Και θυμήθηκα εκείνο το κρυμμένο στα δέντρα χωριό, κρεμασμένο στα βάσκικα βράχια που κάθε του μπαλκόνι εκτίθεται στο βοριά και κάθε του παράθυρο χάσκει στο λιμανάκι, μια προκυμαία μεγάλη όλο κι όλο, και μικρά ψαροκάικα να λικνίζονται, και την μανία της κάθε σταγόνας κόντρα στη δική μου βιτρίνα. Στο χωριό δεν περπατούσε κανείς, εκεί κάτω είχε μια κίνηση, κίτρινα πλαστικά ανθρωπάκια, ξεφόρτωμα πραμάτιας, και τα σύννεφα συνέχιζαν να παίζουν στον ορίζοντα. Και όντως μου μύριζε περίεργα η αλμύρα, ήταν διαφορετική, πιο ψυχρή ίσως. Και νόστιμη. Μέχρι που ξεχάστηκα και πλέον έβλεπα τα σπίτια ανάποδα, από κάτω προς τα πάνω, και στην πλάτη μου είχα όλη την ανοιχτή θάλασσα, ταραγμένη, σε αντίθεση με το βλέμμα μου, και πέρα από τη βροχή από ψηλά, έσταζε και άλλη μία μικρότερη, γύρω μου, από τα μαλλιά και την ζακέτα. Και αισθάνθηκα ένα γαλήνιο ξέσπασμα, και κρύο, και ότι κανείς δεν μπορεί να με δεί. Και τότε αναζήτησα το κορίτσι, όπως και τώρα, δέκα βήματα απομακρυσμένος από την ψαραγορά. Και θα κούρνιαζα μέχρι να πετάξω από τη γέφυρα, μέχρι δηλαδή να περάσω την πόρτα του γραφείου και να προσγειωθώ...

lunes, 8 de febrero de 2010

Μας παρέσυρε το ρέμα


Λίγο οι διακοπές στα χιονισμένα βουνά, λίγο ο φόρτος εργασίας στο καπάκι, λίγο οι αυξημένες μπλοκαρισμένες σελίδες στο δουλειά, λίγο ο μουντός καιρός, όλα μαζί είχαν σαν αποτέλεσμα μια μετρημένη αποτοξίνωση από το δίκτυο. Και έτσι χάθηκα. Διαπίστωσα ότι δεν έχω επαρκή ενημέρωση, ότι κλείστηκα περισσότερο σε μένα, ότι μου έλειψαν τα χρώματα, πάλι καλά που δεν έχω και φάρμα γιατί θα είχα αποτύχει, έβαλα μόνο τη μουσική μου και ό,τι είχα κατεβάσει τον τελευταιό καιρό να παίζει διαρκώς.
Και αν και προσπάθησα να αποφύγω τα συνήθη ακούσματα του Σαββάτου, φαίνεται ότι μου ήταν αδύνατον, όχι τόσο επειδή δεν τα θέλει το αυτί μου, αλλά μάλλον γιατί τα είχα συνηθίσει: electropop 70s, indie 90s, disco 80s… Και έφερνα μπροστά μου όλες τις vintage φιγούρες του καιρού, ακόμη και μυρωδιές, σαν να περνούσα μέσα από τα παζαράκια της Brick Lane, για να καταλήξω να βλέπω εκείνη την καρδιά με την κλασική γραμματοσειρά συνδυασμένη με όλες τις alternative μητροπόλεις: I love Berlin, NY, London…’Οχι, η Madrid νομίζω δεν θα υπήρχε, μάλλον γιατί το έχουν περάσει ύπουλα, βοήθησε κα το Η&Μ, και το γνωστό rastro, τόσα παζαράκια πήραν τα πάνω τους μετά το νεοχίπικο ρεύμα, πλέον δεν το βρίσκεις μαζεμένο σε κανά δυο στέκια με βιζόν και μουστάκια αλλά διάσπαρτο, στο βρώμικο bar της γειτονιάς, στην υπόγεια fiesta, στο chic gin club, στο γυμναστήριο, στο pilates, ακόμη και στους πολυκινηματογράφους.
Και εκτός από τα συνηθισμένα, υπήρξαν και μερικά διαμαντάκια σε τόσα megabytes… απλά μόλις μάθω που μπορούμε να ακούσουμε mordant music ή new puritans θα σπεύσω να ενημερώσω. Προς το παρόν –το αναγνωρίζω με κάποια ίχνη ντροπής- περιμένω το 3 words σε κάποια πίστα με led φωτάκια και τα τερατάκια του invader να χορεύουν...

jueves, 7 de enero de 2010

Nocturno

Αν και σήμερα η μέρα δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς (το ξυπνητήρι ίσα που ακουγόταν, ένα χιονόνερο ενοχλητικό, από εκείνο που αρχικά τζινάει – έτσι το λένε στο χωριό μου- τα δάχτυλα και έπειτα ζωγραφίζει αιμάτινες αυλακιές στις αρθρώσεις, δρόμοι μισοάδειοι και κόσμος με μουντή διάθεση, ο καφές φαινόταν πιο πικρός σήμερα κι άλλα κι άλλα που πρέπει να ανοίξω και κανα καζαμία για να δω τί παίζει...) είπα να δοκιμάσω να γράψω κάτι που έχει καιρό που μου ζητήθηκε, ωστόσο δεν χωραέι σε δυο τρεις παραγράφους: η νυχτερινή ζωή στην ισπανική πρωτεύουσα.
Και το κυριώς πρόβλημα είναι ότι λέγοντας νυχτερινή ζωή δεν εννοείς μόνο τη ζωή στα bars και στις discotecas. Είναι τα θέατρα, οι μικρές σκηνές και οι κινηματογράφοι, είναι οι συνάξεις σε σπίτια και γραφειάκια, είναι ακόμη και η περαντζάδα από την κεντρική αγορά και τις πουτάνες, είτε δίπλα από το Zara είτε μέχρι την Casa de Campo. Και το κυριότερο, είναι ο κόσμος αυτής της πόλης, τόσο ετερόκλιτος αλλά πάντα ταιριασμένος ακόμη και στον ίδιο χώρο...

Και επειδή δεν ξέρω από που να ξεκινήσω, μάλλον αυτό θα γίνει πεζά. Και από ένα κλασικό που-σου. Γιατί οι περισσότεροι τις Παρασκευές κατεβάζουμε ρολά ήδη από το μεσημέρι, όποτε και επιβάλλεται μια καλή siesta για να ανακτήσεις δυνάμεις για το βράδυ. Και είναι σαν να είναι Σάββατο. Είτε ένα δείπνο, είτε ένα aperitivo, πάντως σχεδόν πάντα κάπως έτσι αρχίζουν όλα: και έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε κάτι πιο χύμα –βλέπε μπιρίτσα στη μπάρα με μία ποικιλία από τηγανιτά: κροκέτες, χταποδάκι, tortilla με πατάτες, λουκάνικο χωριάτικο, patatas bravas κτλ και φασαρία μπόλικη, φωνές, χαρτοπετσέτες και αποφάγια μέχρι τον αστράγαλο και ίσως να ακούς και μουσική απο το ραδιόφωνο αν στέκεσαι κοντά στην κουζίνα-, είτε κάτι πιο σοφιστικέ –εδώ πρέπει να περιμένεις στη είσοδο να σου δώσουν τραπέζι, να διαλέξεις πρώτο και δεύτερο πιάτο και να έχεις υπόψη σου το επιδόρπιο για μετά, μάλλον θα πιεις κρασάκι και όσο περνάει η ώρα θα ανεβάζουμε τους τόνους, όλοι το κάνουν άλλωστε σιγά σιγά, η παρέα που ήρθε να γιορτάσει τα γενέθλια, οι φίλοι από τη δουλειά, το gay ζευγάρι της γωνίας, οι νεαροί dinks…-. Και η συνέχεια υπόσχεται.

Ανάλογα με τη ώρα κατονομάζονται και τα bars: για μπίρα ή digestivo θα πας σε κάποιο bar (ελληνιστί μάλλον θα το λέγαμε καφέ), έπειτα σε κάποια pub (προφέρεται πάφ, μη με ρωτήσετε γιατί! και αντιστοχεί στο ελληνικό bar) με μουσική, ευτυχώς υπάρχουν επιλογές αλλά κοινός παρονομαστής όλων είναι η αρκετή φασαρία και συνήθως ο περιορισμένος χώρος για να φαίνονται γεμάτες, και αφού οι pubs κλείνουν στις τρεις, έρχεται η ώρα να κάνεις ουρά –αν δεν έχεις μπει στη λίστα vip μέσω facebook ή άλλα παρόμοια- σε μία από τις discotecas (κατά το ελληνικότατο club, δεν είναι αποκλειστικά disco). Επιλογές υπάρχουν κι εδώ αν και λιγότερες και σίγουρα πιο τσιμπημένες. Και αν καταφέρεις να βγεις αλώβητος μέχρι τις έξι που κλείνουν, ρωτάς για το κοντινότερο after (εδώ, αν και ευνόητο, θα δυσκολευτώ στην μετάφραση, γιατί μπορεί να είναι τόσο το τελευταίο καφενείο της λαϊκής γειτονιάς που ο ιδιοκτήτης παπούς απλά το ανοίγει στις έξι γιατί έχει ξυπνήσει από τις τέσσερις τα χαράματα και άρα τί να κάνει, όσο και κάποιο παράνομο φυσικά καταγώγι με τριπλή πόρτα που χτυπάς συνθηματικά και εκπλήσσεσαι με την πανίδα που έχει συλλέξει, χωρίς μουσική πάντα, μόνο με όλες τις φωνές των απανταχού μεθυσμένων που ρώτησαν και έμαθαν. ’Εχω δει μέχρι και την ακραία περίπτωση να κάθεσαι στη μπάρα και να φοράς ακουστικά, φαίνεται πως δίνει άλλη νότα).
Εκείνη η ώρα της νύχτας που πραγματικά με εντυπωσιάζει είναι γύρω στις τρεις. Μόλις έχουν κλείσει οι pubs και όλος ο κόσμος, μισοφτιαγμένος, σε κλίμα ευφορίας, πιο αυθόρμητος και πιο οικείος, έχει κατακλύσει τους δρόμους. Οι Κινέζοι έχουν βγει στις γωνίες από ώρα και πουλάνε βαζάκια μπίρας σε αυτοσχέδια πόστα –ώρα αιχμής για αυτούς, καταφθάνουν τα καροτσάκια λαϊκής κάθε δεκάλεπτο, γιατί η μπίρα πρέπει να είναι παγωμένη, βάλε και το μακαρονάκι ή το ριζότο για τους πιο απαιτητικούς και ποτέ δεν ξεμένουν (βλέπε φώτο)- κι εσύ απλά στέκεσαι και χαζεύεις την κατά συνθήκη λαοσυρροή: μπορεί ο οποιοσδήποτε να σου μιλήσει, να σε κουράσει, να σε προσκαλέσει, να σου πει τον πόνο του, να σε κεράσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και είναι εκείνη η στιγμή που εκτιμάς το πώς ζει τη νύχτα αυτή η πολή και κατ’ επέκταση την ίδια και τον κόσμο της.

lunes, 4 de enero de 2010

Nochevieja

Καλημέρα και καλή χρονιά. Με μία ώρα διαφορά γιορτάσαμε την αλλαγή του χρόνου το ίδιο και με μικρές αλλαγές όπως κι εσείς.

Λίγα λεπτά πριν τις 12 ανοίξαμε το αντίστοιχο Alter για να ακούσουμε από την Belén Esteban (και για την αποκατάσταση της αλήθειας, όπως δήλωσε φίλος και μου άρεσε πολύ ο παραλληλισμος, η Πέπη Τσεσμελή της Ισπανίας) την αλλαγή του χρόνου. Και μετά τη νέα της πλαστική έγινε αγνώριστη, η μύτη της θέλει ακόμη λίγη διόρθωση. Και ενώ ο επίσημος παρουσιαστής δεν έπιανε μία μπροστά της, αυτή έδειχνε τις κόκκινες ζαρτιέρες εκεί, στο τελείωμα του κοντού φορέματος και όλοι αναφωνήσαμε το πόσο αιώνια λαϊκή παραμένει. Αχ, Δική μας Belén! Βρίσκεται σε ένα από τα δωμάτια που το μπαλκόνι βλέπει κατευθείαν στο ρολόι της Puerta del Sol. Είναι αυτό που αναμεταδίδεται σε όλη της Ισπανία και αυτό που καθορίζει τους χτύπους και την αλλαγή. Και ενώ έχουν μείνει 5-10 λεπτά για την αλλαγή και η Belén συνομιλεί με τους παρευρισκόμενους (γιατί ναι μεν αρκετοί έχουν μείνει στην πλατεία για το πανηγυράκι αλλά άλλοι τόσοι έχουν ανέβει στο στούντιο για να την θαυμάσουν απο κοντά!), ξαφνικά πέφτει το ρεύμα στο σπίτι και έχουμε μείνει με τα κεράκια.

Ενώ μου φάνηκε αρκετά γουστόζικο –ισώς και κατα το ελληνικό συνήθειο να τα σβήνουμε, η ισπανικοθρεμμένη παρέα μου έφτασε στα πρόθυρα του πανικού! Πρωτοχρονιά χωρίς τους χτύπους της καμπάνας της Sol και χωρίς Belén??? Προμηνυόταν καταστροφή στη fiesta. Βγήκαμε στα μπαλκόνια να δούμε αν ήταν γενικό το κακό, αναθεματίσαμε τις γιαγιάδες του πρώτου γιατί μάλλον εκείνες κρύβονταν πίσω από αυτή την σκευωρία, γκουγκλάραμε στα γρήγορα και με όσα αποθέματα μπαταρίας υπήρχε στο pc κάποια online σύνδεση...Μάταια όλα. Τα χρονικά περιθώρια στενεύαν και το ποτήρι με τα σταφύλια στο χέρι είχε αρχίσει να γλιστράει από τον κρύο ιδρώτα. Δύο λεπτά πρίν το πρώτο χτύπο της καμπάνας ευτυχώς όλα επανήλθαν...
Και πήραμε τις θέσεις μας! 15 άτομα σε στάση σαν σε θέατρο απέναντι από την οθόνη και με κάθε χτύπο έβαζες και μια ρώγα στο στόμα. Δώδεκα στο σύνολο και από εκείνες τις χοντρές, με το κουκούτσι στο κέντρο, κι όποιος προλάβει και τις δώδεκα. Και άντε πρόλαβες να τις βάλεις στο στόμα αλλά να έχεις μασήσεις πάνω απο δύο με τίποτα. Είχαν αρχίσει ήδη τα φιλιά. Βέβαια, μάσημα και φιλί μαζί είναι κομματάκι δύσκολο, ζουμιά να σου τρέχουν ακόμη κι απ’ τη μύτη, να αναγουλιάζεσαι και να αγκαλιάζεσαι ταυτόχρονα...και να το κλάμα η Belén, χωρίς λόγο, από συνήθεια. Μου φάνηκε σαν δοκιμασία στο Fear Factor με έπαθλο ένα ποτήρι cava (βλέπε κάτι σε φθηνή σαμπάνια). Και από εκεί και πέρα τα πράγματα κύλησαν ομαλά. Και μετά μέχρι το πρωί ανέλαβε ο Amenábar (αλλουνού παπά ευαγγέλιο αυτό) αλλά εκείνο το ξημέρωμα από τα ψηλά και στα πόδια σου την plaza España, δεν το ξεχνάς, άσχετα με το τί έχεις καταναλώσει.