lunes, 18 de octubre de 2010

Bedford Av.

Υποσχέθηκα σιδεροτριχιές και ζωντανές μουσικές, και το σκηνικό δεν θα το αλλάξω αισθητά. Γιατί αυτό το ταξίδι τα είχε σχεδόν όλα, ίσως μόνο να έλειπαν τα φαντασμαγορικά νέον αλλά μάλλον και αυτό ήταν το ζητούμενο.


Διασχίζοντας τον ποταμό που έστεκε στο πλάι σου από την γέφυρα του Williamsburg, καπού λίγο μετά την Alphabet City, έφτανες σε εκείνη την διφορούμενη γειτονιά στα όρια του χασιδισμού (ξέρετε, εκείνοι οι ξυρισμένοι γουλί με τα μπουκλάκια εκατέρωθεν και τις μαύρες μακριές καπαρτίνες που νόμιζες ότι μπήκες καταλάθως στο σενάριο κάποιας γκανγκστερικής ταινίας του ‘20) και της κουλτούρας hipster (εδώ νομίζω δεν χρειάζεται επεξήγηση). Έχεις πατήσει ήδη το πόδι σου στο περιβόητο Brooklyn, πάντα στη σκιά του απέναντι νησιού, αλλά εξίσου -αν όχι περισσότερο- γοητευτικό. 

Και εκεί είναι που θα δοκιμάσεις τα καλύτερα χάμπουργκερ της πόλης, θα αφεθείς στην ρέμπελη βόλτα με το macbook, θα κάνεις brunch με honey&butter muffin και well-done μπριζολάκια γεύσης bbq, θα επιστρέψεις στα 80 μέσα στα δοκιμαστήρια των second-hand ρουχάδικων για να βγεις πιο vintage από ποτέ, θα δοκιμάσεις κινέζικη «σουσαμόμπαλα», θα ξαναγίνεις παιδί με τις μουσικές της Kimya Dawson, θα κοιμηθείς κάτω από δεκάδες σωλήνες και σωληνώσεις στο ανακαινισμένο loft, θα τιμήσεις τον Lennon με ένα δολάριο στο βρακί της ερασιτέχνιδας χορεύτριας (και εν δυνάμει συγκατοίκου σου) σε μία burlesque παράσταση, θα σε φωνάξουν οι χασήδες το Σάββατο να ανάψεις τον φούρνο τους για να ζεστάνουν το φαγητό (Σάββατο δη, ουδεμία εργασία επιτρέπεται...), θα χωθείς σε ένα βουλκανιζατέρ να χορέψεις μέχρι την ανατολή του ήλιου, θα κάνεις πετάλι μέχρι το τρενάκι-φάντασμα στο Coney Island, θα μυρίσεις σκόνη στις γειτονιές, θα τραγουδήσεις όλο το West Side Story συνοδεύοντας στο πιάνο τον χοντρό ξανθό που προφάνως αργότερα ντύνεται γυναίκα και αν δε ρίξεις ένα δολάριο στο πρώτο ψηφιακό jukebox που είδα στη ζωή μου, θα ακούς τα τρένα να περνούνε κάθε δέκα λεπτά...



jueves, 7 de octubre de 2010

Sierra de Francia

‘Ηταν εβδομάδες που περνούσε από το μυαλό μου η διαφυγή σε κάτι λίγο μακρύτερα από τα συνηθισμένα και σε χαμηλότερα υψόμετρα, κυρίως χωρίς μεγάλες κλίσεις και χωρίς πολλά μποφόρ, καθώς το κρύο δε λέει να υποχωρήσει και μάταια περιμένουμε το καλοκαιράκι του San Miguel, κλασικό πλέον στις αρχές Οκτώβρη που όμως φέτος μάς εξαπάτησε. ‘Ετσι έφτασα, διασχίζοντας καστιλιάνικες καστροπολιτείες και χωριά που μυρίζουν σκληρό κεφαλοτύρι και jamón bellota, μέσα σε ένα -καταπράσινο ακόμη- δάσος από βελανιδιές, αριές, κουμαριές, καστανιές και πουρνάρια. Λίγες εβδομάδες αργότερα και όλα θα κιτρίνιζαν, θα κοκκίνιζαν και τέλος θα έμεναν γυμνά, εκτός ίσως από τα λιγοστά πεύκα.

Η διαδρομή, καλούμενη «μονοπάτι του νερού», δεν ήταν μεγάλης διάρκειας, σε χαζολογούσε όμως ευχάριστα με ο,τιδήποτε έβρισκες στο διάβα σου: γλυπτά γνωστών και μη καλλιτεχνών, γρανίτης και σίδερο, φυλλώματα και καρποί, σύμβολα θρύλων και παραδόσεων της περιοχής, πηγές, ρυάκια, ποταμάκια και χείμαρροι, άλλα σχεδόν στεγνά, άλλα ήρεμα και μερικά ορμητικά, άγουρα κάστανα, βελανίδια, μούρα και βατόμουρα, σμέουρα και μπουρνέλες, κράνα, κούμαρα πράσινα και κόκκινα, ακόμη και σταφύλι μοσχάτο και φιρίκια, μέντα, δεντρολίβανο και αγριοματζουράνα, ένα καφενείο ξεχασμένο από το ’50, μέσα στο κοινοτικό γραφείο, είκοσι τριάντα διώροφα σπίτια όλα κι όλα, με πέτρα και ξυλοσανίδες, προστατευμένα με παλιά λαμαρίνα είτε εκτεθειμένα στο βοριά, να σκάνε και να σφυρίζει ο άνεμος, νωπά σημάδια ζωής στο χώμα, μια γοργόνα και μία παλιά φιδοπουκαμίσα, λίθινες βρύσες και ήχος τρεχούμενου νερού, διαρκής ροή, να μην ησυχάζει ποτέ αλλα να σε ηρεμεί...



Και εκεί, ανεβαίνοντας μέχρι τον αυχένα και διασχίζοντας τις πλάγιες εκείνες που έχουν σμιλέψει επικίνδυνα όλο το χειμώνα και μέχρι τον απρίλη οι χιονούρες, μπορείς πλέον να ατενίσεις τον ορίζοντα, όλες τις κορυφογραμμές που διαδέχεται η μία την άλλη, όσο μακρύτερα τόσο το πράσινο γίνεται γκριζομπλέ, για να χαθεί το μάτι σου ανάμεσα στις κοιλάδες μέχρι την Πορτογαλία και τις τεχνητές λίμνες του Τάγου στο πέρασμά του. Εκεί που η γη δίνει τόπο στις κερασιές και με τη σειρά τους στις ελιές. 

 Ανάμεσα σε αυτό το Σάββατο και στο επόμενο υπάρχει μία τεράστια διαφορά, σκέφτηκα, εξίσου θελκτικά και τα δύο χωρίς αμφιβολία, που τα συνδέουν ωστόσο στενά δύο σημεία: το τραγούδι που παίζει, το μεν σε μια μικροσκοπική συσκευή, το δε ζωντανά, και το δέος που προκαλεί το ύψος, το μεν φυσικό και αβίαστο, το δε με σιδερόσκοινα και τσιμεντοκολόνες...