miércoles, 16 de junio de 2010

Playa de San Pedro


Μέσα σε μία περίοδο που μόνο καλοκαίρι δε θυμίζει, με απογευματινές μπόρες που σε κάνουν να βαδίζεις γρήγορα, με σκοτεινιασμένα μεσημέρια, έναν κρύο πρωινό αέρα που φαίνεται να κατέβηκε από τα τρεις χιλιάδες μέτρα, μερικές φορές με κρυάδες που μπλέκονται με τη γύρη και τις καταρροές, θυμήθηκα την προ μηνός εξόρμηση σε εκείνη την παραλία των –κάποτε- πειρατών και –νυν- γυμνιστών και χίππιδων. Και όχι ότι δεν ήταν το ίδιο θελτκική όπως κάποτε φαντάζομαι για τον Οδυσσέα κι εκείνες τις γοργόνες που τον μάγευαν, ωστόσο εκείνη την περίοδο ίσως να μην υπήρχαν οι ύπουλες μέδουσες να περιμένουν σε κάθε σου βουτιά να σε πλευρίσουν. Και είναι αλήθεια ότι όσο κι αν προσπάθησα να ακολουθήσω τις γοργόνες, μάλλον μάταιο απεδείχθη, γιατί μόλις που τολμούσα να βραχώ ως τα γόνατα μου. Και εκεί βρισκόμουν, στην παραλία, γυμνός, πίνοντας νερό από τη πηγή, την ίδια που κάποιοι χρησιμοποιούσαν για το λουτρό τους –όπως θα έλεγε η γιαγιά μου και όπως καλύτερα μου ταιριάζει στην περίπτωση. Σε μια νέου είδους αποικία, που σίγουρα κάποιοι την εκμεταλλεύονταν στο έπακρο και κάποιοι περιστασιακά, μέσα σε πέργολες από φραγκοσυκιές, κτίσματα υπό εγκατάλειψη, σπηλαιόμορφες αυλές και βραχοκαθίσματα. Είχα μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω και τον μικρό «Μόγλη», γεννημένο και μεγαλωμένο εκεί στα 7-8 χρόνια της ζωής του, όταν με έκπληξη διαπίστωσα, όταν μπήκα στο αυτοσχέδιο μπιτσόμπαρο να ζητήσω μπίρες (και αφού ντύθηκα, μην προσβάλω το ξένο σπίτι) ότι άκουγε στη διαπασών κάτι μεταξύ punk rock και ska από το ολοκαίνουριο laptop (πρόσεξα ότι είχε ήδη τα windows 7) σερφάροντας με το στικάκι ασύρματης σύνδεσης, όλα τροφοδοτούμενα (και τα περιφερειακά που δεν ήταν λίγα) από τις φωτοβολταϊκές πλάκες. Πάλι καλά, και οι μπίρες ήταν αρκετά δροσερές.