lunes, 21 de diciembre de 2009

Desayuno Prenavideño

Σήμερα και μετά από ένα παγωμένο πσκ στο οποίο δεν έλειπαν από κανένα εστιατόριο και από κανένα bar οι fiestas de navidad, cenas y comidas de amigos y empresas (συνήθεια τόσο κοινή που μέχρι και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπάρχει σχετική ρήτρα!) ήρθε και το χιόνι πρωί-πρωί για να μας κάνει δυσκολότερη ακόμη μία Δευτέρα –και μάλιστα προ Χριστουγέννων- στη δουλειά. Το σκηνικό αλλάζει μόνο και μόνο από το γεγονός ότι όλοι περπατάμε με το κεφάλι σκυμμένο, να βλέπουμε που πατούμε (και συνειδητοποιώντας πόσοι δεν φρόντισαν να μαζέψουν την τουαλέτα του κάθε σκύλου που βολτάρει πρωινιάτικα) το πολύ να φτάσει το βλέμμα μας μέχρι το ύψος του αγκώνα, για να ξέρουμε από πού θα πιαστούμε σε περίπτωση κάποιας καλής ξεσυγυρισμένης.

Και επειδή σήμερα το πρόγραμμα έλεγε πέρασμα από την πισίνα και ...α, να θυμηθώ να πάρω και τις orejeras (αυτή την λέξη την αγνοώ στην ελληνική, είναι εκείνα τα διακριτικά θεωρητικά αλλά στιλάτα πάντα που περνάς πίσω από το λαιμό και καλυπτούν τα αυτιά σου απο το κρύο) που τόσο πολύ φοριούνται τώρα με το κρύο σε όλη την πρωτεύουσα, τελοσπάντων, αποφάσισα να πάρω το πρωινό μου στο bar της γειτονιάς, για να έχω δυνάμεις μέχρι το μεσημεριανό διάλλειμμα και το πρόσθιο που θα το συνοδεύσει. Είναι κάτι που συνηθίζεται εξάλλου, αν και με την κρίση, είχα παρατηρήσει ότι είχε κόψει και η κλασική πελατεία.

Είναι που μπαίνω και βρίσκονται ήδη στη μπάρα οι δύο θυρωροί για τον καφέ τους πριν πιάσουν τη σκούπα (ειδικά σήμερα και το φτυάρι για το χιόνι) παρέα με τον γυμναστή του μικρού συνοικιακού γυμναστηρίου. Μην φανταστείτε βέβαια street minimal bar ή εκλεπτυσμένα muffins με capuchino και σχέδιο στο αφρόγαλα: το πάτωμα είναι ήδη γεμάτο γόπες, χαρτοπετσέτες και οδοντογλυφίδες και οι κιτς γυαλινες προθήκες του 80 καλύπτουν το μισό της μπάρας, άδειες ακόμη. Παίρνω θέση ακριβώς απέναντι απο την πόρτα της κουζίνας, η καλή κυριούλα έχει βάλει ήδη να τηγανίζει tortillas, γυρίζω προφίλ για να βλέπω και την πρωινή ενημερωτική εκπομπή αλλά και όλους τους υπόλοιπους καθήμενους στη σειρά, σου δίνει λιγότερο την αίσθηση της μοναξιάς, ειδικά όταν ανταλλάσεις καλημέρες με όλους. Σε λίγο θα έρθει και ο υδραυλικός, και η κυρία δικηγορίνα με τη γούνα της να μας πει πώς πέρασε το σαββατοκύριακο με το εγγονάκι της, και οι δύο suited 30άρηδες που αρέσκονται να λένε αστειάκια στα αγγλικά και κυριώς στην ρουμάνα που βρίσκεται πίσω από τη μπάρα και σερβίρει τους καφέδες, άσχετο αν τους καταλαβαίνει, εκείνη πάντα ψευτοθυμώνει. Και είναι γάτα, πάντα μου φέρνει τον καφέ στη θερμοκρασία που τον χρειάζομαι, ανάλογα με το τι δείχνει το θερμόμετρο έξω, αυτό ναι, απλός καφές σε χαμηλό ποτήρι του νερού και ρίχνει απο δύο κανάτες κρύο και ζεστό γάλα (και το καλοκαίρι, για δροσιά, απλά τον αναποδογυρίζω σε άλλο ποτήρι, του ουίσκι, μαζί με πάγο!) . Και ετοιμάζει το pan tumaca μου, με μπόλικη ντομάτα και ελαιόλαδο. Έχει και churros και porras, και ακόμη καλύτερα, κρουασάν a la plancha, για να λιώνει το βουτυράκι αμέσως. Νάτος και ο κυριούλης που πίνει carajillo (μισή δόση καφές και μισή δόση «τσίπουρο») που την ώρα που θα ετοιμάζομαι να φύγω θα έχει ήδη αρχίσει να παίζει φρουτάκια.

Καπνίζω ένα τσιγάρο και κοιτάζω γύρω μου το μακρόστενο χώρο, και δη τον τοίχο: μια φωτογραφία με όλη την οικογένεια, από 80 μέχρι 8 χρονών, ένα κασκόλ της Atletico, μια αφίσα του 90, σε κάδρο, με τις 52 ράτσες –μόνο στην Castilla La Mancha- ταύρων, εικονογραφημένες όλες, ένας πίνακας με σημειωμένα με κιμωλία τα στοιχήματα των πελατών, μια κρεμάστρα, ένα κομμένο εξώφυλλο αθλητικής εφημερίδας με τους οπαδούς σε πρώτο πλάνο, μία φωτοτυπία Α4 που μας ενημερώνει ότι απαγορεύεται η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών στο κατάστημα και τέλος το πρόγραμμα με τις αγωνιστικές όλων των ταυρομαχιών στην πόλη και στα περίχωρα.
Βγαίνω και συνειδητοποιώ ευχάριστα ότι αυτά τα μικρά συμβαίνουν στο κέντρο της Ισπανίας, σε μια από τις πιο ευκατάστατες γειτονιές της πρωτεύουσας, που φαίνεται να κυλούν με ρυθμούς αργούς, όπως τότε που μόνο μέσα από διηγήσεις τα έχεις υποψιαστεί.

lunes, 14 de diciembre de 2009

Η πάντα επίκαιρη Ευλαμπία


Ευτυχώς για κάποιους το να βρεθούν αντιμέτωποι με το σύστημα υγείας του ΙΚΑ μπορεί και παραμένει ένα απλό φανταστικό σενάριο. Δυστυχώς, όμως, για κάποιους από αυτούς τους «τυχερούς», τους έκατσε λαχείο για το σύστημα του αντίστοιχου ισπανικού φορέα. Όχι ότι τα πράγματα βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα, σχετικά με τις περιβόητες αναρρωτικές κτλ κτλ αλλά κάτι ακόμη χειρότερα σε αποθαρρύνει: πέραν του ότι πρέπει να χρησιμοποιήσεις την ακριβή ορολογία για να μην χάνουν το χρόνο τους οι γιατροί του ΙΚΑ (γιατί άλλο πράγμα το πιάσιμο, άλλο η κράμπα και άλλο το τράβηγμα μυών, για να μη μιλήσω για θλάση! Ουφ, πρέπει να είμαι ακριβολόγος), ωστόσο το να θέλεις να βρεις το δίκιο σου και να βρίζεις σε μία ξένη γλώσσα δεν είναι και το ευκολότερο σημειολογικό εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσεις, ειδικά όταν αυτό πρέπει να γίνει «κομψά».

Και καλά, εδώ και κάποια χρόνια που είμαι μόνιμος κάτοικος σε μία γειτονιά μου έχουν υποδείξει και την προσωπική μου γιατρό, πράγμα που πρέπει να θεωρήσω τύχη, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί κάθε φορά που την επισκέπτομαι πρέπει να της θυμίζω ποιος είμαι και τι ιστορικό έχω περάσει. Λογικό, θα πείτε, αν είναι και κάποιας ηλικίας ακόμη περισσότερο. Τι φταίω όμως, όντας μυξομένος σε όλη τη μάπα με το θερμόμετρο να αγγίζει σαραντάρια, κασκόλ μέχρι τα αφτιά και οχτώ στρώσεις από ρούχα να της επαναλαμβάνω κάθε δύο μέρες ότι έχω την γνωστή μοδάτη γρίπη του καιρού μας και ότι θέλω κι άλλη και ξανά κι άλλη αναρρωτική και εκεινή να με κοιτάζει κάθε φορά με το ίδιο ηλίθιο εξεταστικό βλέμμα σαν να πηγαίνω πρώτη φορά –όχι, κα γιατρέ μου, ήρθα και χθες και προχθές (βήχας και ξανά βήχας), και αντιπροχθές (ζαλάδα μαστούρας από τις παραθεταμόλες) στα επείγοντα και θα έρθω και μεθαύριο (ρουφάω τις μισοξεραμένες μύξες μου) για να δικαιολογώ την απουσία μου στη δουλειά. Με κοιτάζει, χωρίς να με εξετάζει, για να δει αν όντως είναι αλήθεια ή απλά έχω hangover και θέλω να την εξαπατήσω. ‘Εχω σχεδόν παραιτηθεί όταν διαπιστώνω ότι εκείνο που της τράβηξε περισσότερο την προσοχή είναι ένα μαύρο στίγμα στο κούτελο μου που μάταια προσπαθούσα να βγάλω πριν μια εμβομάδα. Ακόμη εκεί βρίσκεται κι αυτό το τιμημένο;;;

Αυτό ήταν, παραιτούμαι, προτιμώ να χάσω αυτές τις μέρες από το μισθό μου, ακόμη και τη δουλειά μου αλλά σας παρακαλώ, μη με βάζετε σε αυτή τη διαδικασία. Και όχι τίποτε άλλο, απλά τώρα τα είχε και όλα στρωμένα όπως κοιμήθηκα. Γιατί αν μιλούσα για κάποια χρόνια νωρίτερα, νέος στο σύστημα και δή περιορισμένων δικαιωμάτων όπως αυθαίρετα μου δήλωναν για τον απλούστατο λόγο βαριέμαι-να-κάνω-τη-δουλειά-μου, μπορεί και να είχα αφεθεί σε κλίνην αιωνίαν. Παρολαυτά, αυτή τη φορά μού έκατσε να την εξαπατήσω, και είχε και ένα λαμπρότατο ήλιο, ότι πρέπει να πρωινές βόλτες στον πεζόδρομο, μαζί και με το σημερινό χιόνι που έπεφτε αραιό μέχρι την τελευταία γουλιά του καφέ μου.

jueves, 22 de octubre de 2009

Ένα salsiki χωρίς φράουλες παρακαλώ


Μερικές φορές είναι κάπως δύσκολο να συμβιβαστείς και να αλλάξεις συνήθειες-θεσμούς. ‘Αλλες πάλι σου είναι λιγότερο επίπονο ή και εντελώς αδιάφορο.

Δεν ξέρω αν θέλω να αναφερθώ σε κάτι συγκεκριμένο, ούτε να πω ψέματα ότι δεν μου έχει λείψει ένα ζεστό capuchino (ισπανιστί με την κλασική ελληνική προφορά), με εκείνη την υπέροχη κρέμα -από το γάλα μακράς διαρκείας αν δεν κάνω λάθος, αν και τώρα τελευταία υπάρχουν αυτά και δεν τα πολυκατέχω- ακόμη και τα σχεδιάκια που κάνει ο κάθε επίδοξος νικητής του διαγωνισμού της nescafe. Πάντως, όχι οτι στην Ελλάδα δεν συμβαίνει, αλλά το βέβαιο είναι ότι του ντόπιου δύσκολα του αλλάζεις συνήθειες.

‘Οσο και αν προσπαθήσεις να τον πείσεις ότι ένα ποτήρι γάλα είναι προτιμότερο να το πίνεις άσπρο και όχι με colacao, ότι το κατεψυγμένο ψάρι δεν είναι το ίδιο με το φρέσκο, πόσο μάλλον το ψιλοκομμένο κρεμμύδι, ότι το τηγάνι έστω και με λίγο λάδι δεν κάνει το φαγητό μάς λιγότερο τηγανιτό, ούτε σίγουρα ψητό...και αυτό για να μιλήσω μόνο για διατροφικές συνήθειες. Με αφορμή βέβαια το περιβόητο τζατζίκι (salsiki στα ισπανικά, ελλείψει του «τζ» και χάριν ευκολίας): που να φανταστώ ο κακόμοιρος ότι στην απλή συνταγή, στην κατηγορία υλικά, παρά το γεγονός οτι υπογράμμισα και τη λέξη griego οταν έγραφα yogur griego (είναι το στραγγιστό που ονομάζεται –τιμητικά;- ελληνικό γιαούρτι), , από φόβο μήπως ψωνίσουν το κανονικό, εκείνο το ημινερουλό/κρεμώδες με την υπόγλυκη γεύση, ωστόσο μου διέφυγε μια λεπτομέρεια, το διαπίστωσα στην δοκιμή, αν και με είχαν προειδοποιήσει ότι μάλλον κάτι δεν πήγαινε καλά...

Δεν έβαλα έστω εντός παρένθεσης ότι αναφέρομαι σε γιαούρτι χωρίς ζάχαρη. Πάλι καλά που αντί για αγγουράκι δεν είχε φράουλες δηλαδή! Γιατί, όσο κανονικό και αν ονομάζεται το γιαούρτι, επιβάλλεται η προσθήκη ζάχαρης, κατα προτίμηση ακατέργαστης, δημητριακών, μπισκότων, μούρων και βατομούρων και ούτω το καθεξής. Τουλάχιστον τώρα έμαθα. Και αποφεύγω να με βλέπουν να ρίχνω γιαούρτι στη σαλάτα μου, συνηθίζω να λέω οτι πρόκειται για τόνους μαγιονέζας και τόσο ικανοποιούνται!

martes, 13 de octubre de 2009

Rodchenko y Popova


Και να που μετά από αρκετό καιρό επιστρέφω να συμπληρώσω σελίδες σε αυτό το blog και να το γεμίσω με μισομίζερες φωτογραφίες και αρκετές ανούσιες λέξεις. Κι αυτό γιατί σήμερα, εκτός από την «μπαλάντα του κοριτσιού και του πουλιού» σχεδόν τίποτε παραπάνω δεν φτάνει στα αυτιά μου. Δεν δουλεύει και ο κεντρικός server. Ίσως να φταίει και η επιστροφή από το falso puente που κάνει την ημέρα αρκετά ήσυχη και υποτονική. Αν και ξημέρωσε όμορφα, με ψύχρα και κάποια υγρασία.

Και σας να περίμεναν όλοι να περάσει αυτή η Δευτέρα, ξεφύτρωσαν οι πρεμιέρες σε θέατρα και σάλες, τα εγκαίνια σε εκθέσεις και μουσεία, οι προσκλήσεις σε gala και οι πόζες στα fotocol. Οπως και στην Αθήνα, αν δεν απατώμαι, ακριβώς μόλις έκλεισαν τα παλιομοδίτικα πολιτικά περίπτερα και ξεψύχησαν τα ηχεία των μεγαβάτ στο Σύνταγμα. Δεν θα σταθώ στην -καθώς φαίνεται αξιόλογη- νέα ταινία του Amenábar, ούτε στην τελευταία έντονη κινητικότητα στο χώρο του σύγχρονου χορού, αλλά σε μία έκθεση που εγκαινιάζεται σε μία εβδομάδα στο γνωστό Reina Sofía, αφιερωμένη στους ρώσους construccionistas, ή μάλλον στα παρασκήνια αυτής.

‘Εργα για αυτή την έκθεση καταφθάνουν από παντού, είτε με τη συνοδεία ανθρώπων των μουσειών είτε με τις γνωστές υπερασφαλείς μεταφορικές. Και κυρίως από την Tate Modern του Λονδίνου. Αλλά δεν είναι η μόνη. Με αρκετά αξιόλογα θέματα συμμετέχει και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης. Και με τι αγωνία ανοίγεις την κάθε κούτα και το κάθε κιβώτιο για να δεις ποιον θασαυρό κρύβουν: με τον κατάλογο στο χέρι, τους κωδικούς, αντιστοιχίες, έλεγχοι, διπλοέλεγχοι... οργανώνεται σιγά σιγά η έκθεση για να είναι όλα τέλεια την ημέρα που αχόρταγα θα την τρώνε τα μάτια αρχικά των frikis και μετά των υπολοίπων επισκεπτών, αδιάφορων, περαστικών ή τουριστών.

Εδώ ανοίγει η παρένθεση της αιχμής, καθώς ο κατάλογος του ΜΣΤΘ είναι μάλλον ο μόνος που δε συνοδεύειται με τις αντίστοιχες φωτογραφίες, δίχως κωδικούς, με λειψές περιγραφές. Κάτι που δεν προσδίδει αναγκαστικά πλημμελή εργασία, αλλά σίγουρα ατελή, μη ακριβή, καμιά φορά βαριεστημένη. Και σίγουρα υποβάλλει σε ένα διπλό φόρτο τους ανθρώπους της οργάνωσης.

‘Οπως και να ‘χει, όλα θα είναι έτοιμα στις 21 του μηνός. Και για τρεις μήνες. Για όποιον ενδιαφέρεται να κάνει μία βόλτα, τόσο συμβατική όσο εικονική, εδώ θα βρεί περισσότερα.
http://www.museoreinasofia.es/exposiciones/2009/rodchenko-popova_en.html

martes, 28 de julio de 2009

Pisci vs Catamarán


Το καλοκαίρι στη Madrid συνήθως χαρακτηρίζεται από αρκετή ζέστη, θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 33-34 βαθμούς την ημέρα, γενικά ξηρές ημερές και σπανιώς υγρές (που είναι και πιο ανυπόφορες). Μέσα σε αυτούς τους τρεις μήνες καμίνι αναδεικνύεται ένα άλλο πρόσωπο των κατοίκων τους: εξαφανίζονται οι συνήθεις ύποπτοι και εμφανίζονται νέες φιγούρες επί σκηνής.

Οι πρώτοι γιατί τις καθημερινές (πλέον σχεδόν όλοι έχουμε ξεκινήσει jornada intensiva και έχουμε άφθονο ελεύθερο χρόνο τα απογεύματα) αποσύρονται στις ιδιωτικές πισίνες που κάθε urbanización διαθέτει για τους ενοίκους και τους φίλους τους, ενώ από την Παρασκευή το μεσημέρι φεύγουν για τις μαδριλένικες «αποικίες», κατα βάση στις μεσογειακές ακτές και λιγότερο στις παραλίες του ατλαντικού με τα κρύα νερά και τις απότομες αλλαγές του καιρού. Υπάρχουν και οι ευκαιρίες για Ibiza και Mallorca, κανένα party έκπληξη σε κάποια ημιδιάσημη βίλα, σε κάποιο catamarán, πάντα τα νέα κυκλοφορούν εντός εβδομάδος από στόμα σε στόμα και πάντα κάτι θα προκύψει, κάποιος θα σε καλέσει, κάπως θα κολλήσεις κι εσύ.

Οι δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που περνάει όλη την ημέρα και όλη την εβδομάδα στην δημοτική πισίνα, μαζεύει άφθονο ήλιο, δροσίζεται με εκείνο το ψεκαστήρι νερού και αν είναι πάνω απο 30 ετών σπανίως βουτάει απαρτίζεται από διάφορες «αστικές φυλές», και γι’ αυτό την κάνει αρκετά ετερόκλιτη: άνθρωποι μόνοι ή μοναχικοί που συνήθως το χειμώνα κρύβονται πίσω από κουρτίνες και παντζούρια (πώς γράφεται αυτο;), πενηντάρες ζωντοχήρες με λάδι και χρυσόσκονη και αδιάβροχη μάσκαρα (πάντα topless), περουβιανές πολυπληθείς οικογένειες με όλα τα σύνεργα του πικ νικ, εικοσάρηδες με κασετόφωνο να παίζει ραπ και μαγιό που καλύπτει το μισό κώλο αλλα φτάνει μέχρι τον αστράγαλο, ζαβούς, αλλά πολλούς ζαβούς, δηλαδή, δεν είναι απίθανο να δείτε κάποιον σαραντάρη να τσαλαβουτάει στην παιδική πισίνα ή να σκάει στο νερό στυλ «βόμπα» και να το καταδιασκεδάζει, κάποιον να περπατάει πάνω κάτω και γύρω σου (!) για μισή ώρα, να παίζεις φυσοκαλαμάκια αλλά να είσαι 35 πλέον, να χαζεύεις την επίδοξη beyoncé να σου κάνει χορευτικά τερτίπια....

Μα καλά –αναρωτιέμαι- πού κρυβόταν όλος αυτός ο κόσμος τόσους μήνες και τόσο καλά;;; Γιατί μέχρι αυτό το σημείο είχα αρκετούς ενδοιασμούς σχετικά με τη fiesta στο catamarán (τόσες ώρες δρόμος, πολύ glamour, τόσα έξοδα, στήσιμο, φωτογραφίες κτλ κτλ) αλλά μία μέρα στη δημοτική πισίνα ήταν αρκετή για να μου τους διαλύσει χωρίς αμφοβολία...όχι ότι στο catamarán δεν έχει ζαβούς, απλά τουλάχιστον είναι πιο κομψοί και πιο σικάτοι.

Και μέσα σε όλα αυτά, ευτυχώς πλησιάζουν και οι μέρες για να φύγω κι εγώ καποιες περισσότερες μέρες, όπως οι περισσότεροι σιγά σιγά, ήδη η πόλη αριθμεί ένα εκατομμύριο λιγότερους κατοίκους και αυτό φαίνεται κάθε λέπτο που τη διασχίζεις.

viernes, 17 de julio de 2009

Pirineos Sur


Κάπου κρυμμένο ανάμεσα σε βουνοκορφές και δάση, στην κοιλάδα Tena, ακριβώς στη μέση της οροσειράς των Πυρηναίων, εκεί που η καστιλιάνικη γλώσσα εισέβαλε μεταξύ της καταλανικής και της βασκικής, ακούμπησε τη γαλλική και εξελίχθηκε στη διάλεκτο fabla, βρίσκεται ένα μικρό ημι-ερειπωμένο χωριό, ονόματι Lanuza (=Λανούθα), που προσπαθεί να αναγεννηθεί, τουλάχιστον το καλοκαίρι. Ο κόσμος του αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει λόγω της τεχνητής λίμνης που δημιουργήθηκε ακριβώς δίπλα και εν μέρει το κάλυψε, εκεί που περνούσε ο ποταμός Gállego (=Γκάγιεγο) ωστόσο αποφάσισε σιγά σιγά να του δώσει ζωή (καθώς υποχωρούν και τα νερά με τα χρόνια). Και οι 36 μόνιμοι κάτοικοί του εκεί ακριβώς, μέσα στο χωριό αλλά και δίπλα από τα τελευταία σπίτια, στήνουν κάθε Ιούλιο ένα όμορφο «πανηγύρι».

Πετούν μία πλωτή σκηνή μέσα στη λίμνη, όπου δίνονται οι συναυλίες, γεμάτες χρώματα και μουσικές ταξιδιάρικες, το κοινό στέκεται στα επικλινή ακριβώς απέναντι, μέσα στο υγρό πράσινο, άλλοτε πηγαίνουν μέχρι τα αντίσκηνά τους, στα έξω του χωριού για έναν υπνόσακο, γιατί έχει αρχίσει να πέφτει αρκετή ψύχρα, και μέχρι να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα, αργά το βράδυ, όπου dj παίζουν ένα συνοθύλευμα από νότες που μοιάζει με κουρελού με τη συνοδεία ποτών και γεύσεων από όλον τον κόσμο.

Ωστόσο, η γιορτή δεν αρχίζει και τελειώνει το βράδυ. Μέσω το παραλίμνιου δρόμου και μιας «ρομαντικής» διαδρομής φτάνεις στο διπλανό κεφαλοχώρι, Sallent de Gállego (=Σαγιέντ Ντε Γκάγιεγο). Εκεί όντως έχουν μπερδευτεί πολλές κουλτούρες. Γεύσεις, εργαστήρια, χοροί, αρώματα, χρώματα, διαδρομές, φωτογραφίες, έθιμα, και το κυριότερο, όλες οι φυλές της γης μαζεμένες σε ένα μικρό χωριό, με τον ήχο απο τα κρύα νερά, όπως έρχονται απο τις πηγές και τα χιόνια της άνοιξης, και το θρόισμα που κατεβαίνει απο τις κορυφές των Πυρηναίων.
Το ξέρω, το χειρότερο είναι η πρόσβαση σε αυτά τα μέρη. Αλλά μόλις φτάσεις, δε θα θελήσεις να φύγεις. Σας παραθέτω και τον ιστότοπο, http://www.pirineos-sur.es/, θα βρείτε πληροφορίες για τα πάντα. Ένα φεστιβάλ από αυτά που σε εκπλήσσουν.

lunes, 13 de julio de 2009

Veraniego


Σήμερα άλλαζουμε σελίδα, μπήκαμε στο καλοκαίρι, τα αυτοκίνητα λιγοστεύουν στους δρόμους, διασχίζεις πιο άδειες πλατείες, το απογεύμα αφιερώνεται στη siesta γιατί δεν υπάρχει αρκετός αέρας να ανασάνεις, τα air condition παίρνουν φωτιά, περπατάς ξυπόλυτος, δροσίζεσαι με horchata και σκέφτεσαι μια παραλία στο Alicante, στέκεσαι δίπλα σε κάθε συντριβάνι, ξαπλώνεις στο πάρκο, κρύβεσαι απ’ τον ήλιο, ξεμυτίζεις με το φεγγάρι, μετράς τους λιγοστούς ανθρώπους, μετράς τα αστέρια, αναρωτιέσαι τι κάνεις εσύ εδώ κι έπειτα ξυπνάς ιδρωμένος, για να σε αποτελειώσει ένα παγωμένο ντους και να δεις τον ήλιο να έχει ήδη κάνει τον κύκλο του και να σε χτυπάει ανελέητα με τις ακτίνες του (ή μάλλον αχτίνες για τους αθηναίους). Καλημέρα.

jueves, 9 de julio de 2009

Cuotidianos


Είναι και αρκετές οι απορίες μου σε αυτόν τον τόπο σχετικά με τον τρόπο ζωής τους, με το πώς αντιλαμβάνονται τα όρια, μέχρι πού μπορεί κανείς να φτάσει, να υπερβεί εαυτόν ή να συμμαζευτεί. Και αυτό με αφορμή γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, θυμούς, τραγελαφικές καταστάσεις ελληνικού τύπου και όλα τα παρελκόμενα. Ιδιαίτερη εντύπωση που κάνουν μικρές καθημερινές συνήθειες, αρκετά αντικρουόμενες μεταξύ τους. Και για να δώσω κάποια παραδείγματα, έτσι, επειδή σήμερα πάλι τις σκεφτόμουν και τις ανέλυα:


Στο μέτρο όλοι τρέχουμε για να προλάβουμε (τί;) –παρά το γεγονός ότι κάθε τρίλεπτο περνάει συρμός- ωστόσο στο super market έχουμε όλοι την άνεση να σταθούμε με το καρότσι μας τουλάχιστον 10 λεπτά μπροστά από κάθε ράφι για να διαλέξουμε τί θα έχουμε στο ψυγείο μας, κι αυτό χωρίς να μας αφορά ποσους πελάτες ενοχλούμε και πόσους δεν αφήνουμε να περάσουν το διάδρομο: «διαλέγω jamón, δεν βλέπεις; τι βιάζεσαι;»


‘Οταν οδηγούμε είναι απαγορευτικό να μιλάμε στο κινητό μας, όταν όμως πεζή μας πιάσει η πάρλα, πρέπει να το αντιληφθούνε όλοι οι υπόλοιποι: να σταματήσω την κίνηση για να διασχίσω το δρόμο, να φωνάζω και να γελάω δυνατά, να ρίχνω ματιές σε όσους περνούνε για να δω αν με έχουν δει που είμαι τόσες ώρες στο κινητό, ενίοτε να σκοντάψω σε περαστικούς, αφηρημένος: «ναι, ναι, έχω πολλούς και καλούς φίλους που με παίρνουν τηλέφωνο και τα λέμε και γελάμε και περνάμε όμορφα, το βλέπετε όλοι, ε;». Και όλα αυτά αφού έχω παρατήσει την παρέα μου στο τραπεζάκι καμια ωρίτσα και είναι έτοιμοι να την κάνουν.


Διαβάζουμε χωρίς να δουλεύουμε και να κουραζόμαστε, δηλαδή προετοιμαζόμαστε με ιώβια υπομονή και αποκλειστική αφοσίωση για τις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ, για τη δείνα θέση, για όταν και αν προκηρυχθεί, κι αυτό ετσι κι αλλιώς από μόνο του αποτελεί προσόν για το βιογραφικό μας. Αν τυχόν πετύχουμε, μετά από αρκετά χρόνια γινόμαστε οι γνωστοί δημόσιοι υπάλληλοι αναλόγου ύφους και ευφυίας (που δεν αποτελεί μόνο ισπανικό προνόμιο), αν όχι, και στα 33 μας, κάποια εταιρία από αυτές τύπου consulting θα βρέθει να μας προσλάβει μετά από τόόόόόόσα χρόνια μελέτης, για να ξεκινήσω και από κάπου την καριέρα μου.


Μετά απο αφόρητη ζέστη, μπαίνεις σε ένα μπαράκι, χαιρετάς τη μπάρα πολύ φιλικά και σου ανταποδίδουν, βολεύεσαι σε ένα τραπεζάκι και, αν δεν ξέρεις, υποψιάζεσαι ότι μάλλον μόνο καλησπέρες ανταλλάσσουν στο συγκεκριμένο χώρο. Αναγκαστικά, σηκώνεσαι να παραγγείλεις στη μπάρα, εκείνη τη στιγμή βλέπεις ότι ο camarero μόλις θυμήθηκε να καθαρίσει τον πάγκο επειδή έχει λίγα τρίματα, διαπιστώνει ότι το wettex είναι βρώμικο, ψάχνει να το αλλάξει, βλέπει οτι στο ψυγείο δίπλα απο το ράφι με τα καθαριστικά δεν έχει αρκετές παγωμένες μπίρες, πάει να φέρει να το γεμίσει, στην επιστροφή ζητάς, φωνάζοντας για να τραβήξεις την προσοχή, να σου βάλει δύο βαρελίσιες «όποτε μπορέσει» (αυτές οι ευγένειες μάς φάγανε τελικά) γιατί έχω ήδη ένα πεντάλεπτο εκεί που περιμένω, φαίνεται να μην με άκουσε, καταφτάνει το αίσθημα δίπλα μου, αρχίζουν τη συζήτηση για το ποιος ήπιε περισσότερο χθες βράδυ, και πώς πήγε σήμερα το μάθημα, «-συγγνώμη, με ακούσατε που παρήγγειλα; -ναι, τι μου είπατε;», βγάζει δυο ποτήρια, συνεχίζει την κουβέντα με το αίσθημα αλλά δυστυχώς καταφθάνει η νέα camarera που δεν ξέρει ακόμη πολύ καλά πώς να χτυπήσει στην ταμειακή, της εξηγεί με ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια, απομένει μόνο να τις εξηγήσει πώς δουλεύουν οι μικροκρύσταλλοι στην οθόνη, έχω αρχίσει να διψάω υπερβολικά, πάει να ανοίξει την κάνουλα και ...joder! έχει απομείνει μόνο ο αφρός στο βαρέλι και πρέπει να το αλλάξει...έχω φτάσει στα όρια μου: πηδάω από μέσα, βάζω ένα ποτήρι νερό, με κοιτάζει κάπως ενοχλημένος, παίρνω το σακίδιό μου και όπως και όταν μπήκα, με χαμόγελο, μοιράζω την καλησπέρα μου «...τα λέμε, φίλε, ευχαριστώ». Και το καλύτερο είναι ότι πάλι καλά που δε με σέρβιρε αυτός γιατί έπειτα θα του χρωστούσα και χάρη.

lunes, 29 de junio de 2009

Tinto de Verano


‘Επειτα από αρκετές μέρες απουσίας στα σμαραγδένια νερά του Ιονίου (κάπου είδα και μία διαφήμιση του υπουργείου «η Καραϊβική στα πόδια σας» ή κάτι τέτοιο) επανέρχομαι σε αυτό το μπερδεμένο bochorno (αντάρα το λένε στο χωριό μου) σε κάθε πρωινό βήμα σε αυτή την πόλη που αργότερα μετατρέπεται σε ύπουλη υγρασία που κολλάει πάνω σου και σε κάνει να ιδρώνεις ακόμη και στον κατήφορο. Είναι κι αυτός ένας λόγος που η πόλη αρχίζει να κινείται μετά τις 9 το βράδυ, μόλις ακριβώς έχει πέσει ο ήλιος και ξεμυτίζουν σαν μηρμύγκια στην πρώτη terraza που θα συναντήσουν, στη γειτονιά, σε μια γωνία, σε μια πλατεία, δίπλα από το δρόμο, πάνω στο δρόμο, σε μια ταράτσα... όχι μόνο για τη δροσιά που πέφτει τη νύχτα, αλλά κυριώς για τη δροσιά που προσφέρουν οι μπίρες και τα tintos de verano.

Και είναι αλήθεια πως το όνομα του ταιριάζει απόλυτα και δεν υπάρχει καλύτερη εποχή για να το γευτείς...(Κρασί) κόκκινο του καλοκαιριού: είτε με λεμονάδα είτε με γκαζόζα, πάντα με άφθονο πάγο και καλαμάκι, παίρνει ένα χρώμα ημιδιάφανο πορφυρό ή πιο βυσσινί, και πάντα με τον ηχητικά παιχνίδια που κάνει ο πάγος όταν χτυπάει στο γυαλί. Και τότε είναι που καταλαβαίνεις τι σημαίνει καλοκαίρι για τους Madrileños, τουλάχιστον για αυτούς που έχουν ξεμείνει το σαββατοκύριακο στην πόλη, γιατί φαίνεται πως η Torrevieja και οι Matas –αν και τουλάχιστον 4 ώρες μακριά, εκεί στη Μεσόγειο- αποτελούν ένα must για όλους, έναν προορισμό που όλοι όσοι σέβονται την madrileña καταγωγή τους πρέπει να βρεθούν, σαν να πρόκειται για γειτονιά του κέντρου, δυό στάσεις με το μετρό. Και επιβάλλεται να πας μόλις σε καλέσουν οι φίλοι σου στο σπίτι τους (στη σπάνια περίπτωση που δε διαθέτεις εσύ ή η οικογένεια σου) γιατί είναι όντως «el plan más guay» που θα συμβεί το ερχόμενο σαββατοκυριάκο. Παντώς κι εκεί, ο οργανισμός σου tinto de verano θα ζητήσει, απλά θα ξεπεράσει τα όρια του και θα κάνει κεφάλι...

miércoles, 3 de junio de 2009

Μιά 'Αλλη Ματιά Γύρω Μας


Είναι σχετικά δύσκολο να φτάσει κανείς στη δουλειά του χωρίς να σκεφτεί τί πρέπει να οργανώσει, τί του έχει λάχει να κάνει και τί εκκρεμότητα απέμεινε από την προηγούμενη. Αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο, όταν ακολουθείς την ίδια διαδρομή, βλέπεις τις ίδιες παραστάσεις, περνάς απο τα ίδια στενά, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους να πηγαίνουν στις δικές τους δουλειές, οι περισσότεροι είμαστε στην ώρα μας.


Πόσο ξαφνικά αλλάζουν όλα όμως μόλις αργήσεις δέκα λεπτά, ή σαν προχθές, που αντί να διασχισω την πλατεία από την αριστερή πλευρά, οπως το συνηθίζω, πέρασα απότο δεξί πεζοδρόμιο, την έκοψα στη μέση, μέχρι του στάθηκα να δω το συντριβάνι στο κέντρο, πρώτη φορά μετά από τοσο καιρό. Και αφαιρέθηκα προς στιγμήν, ξέχασα που πήγαινα και πόσα είχα να κανω, και ακουγα στην άκρη των ακουστικών το νερό να τρέχει μπερδεμένο με την γραφομηχανή των Balmorhea παρά με το πιάνο τους, διαπίστωσα οτι μέχρι και ο κηπουρός που καθαρίζει την πλατεία καθε πρωι, ακούει κι αυτός κάτι δικό του –που δε μπορεί να φτάσει στα δικά μου αυτιά- αλλά είναι κι αυτό μπερδεμένο με τον ήχο των πεσμένων φύλλων που σέρνονται στην σκουπα του.


Και όσο προχωράω, βλέπω ανθισμένες γλάστρες στα μικροσκοπικά μπαλκόνια των παλιών κτιρίων, γλάστρες που δεν υπήρχαν πριν δύο μήνες, και πολύχρωμους παιδικούς μύλους να γυρίζουν, και το καλλίγραμμο πόδι μιας κούκλας βιτρίνας, αλλοτε γυμνό και άλλοτε να προβάλει προκλητικά και να κοιτάζει με στεγνό βλέμμα, βλέπω και μερικές μπορντούρες στα παράθυρα, και τις ξύλινες πόρτες γυαλισμένες με κερί -για να μην φθαρούν- που μυρίζει ρετσίνι, το ίδιο και οι θυρεοί, χρόνια σκαλισμένοι δίπλα απο τα κουδόυνια...ανώνυμα αυτά, primero B, bajo izquierda, 3º interior 4, 5º centro…χωρίς ονόματα αλλά με ζωή, σίγουρα έχουν ζωή, γιατί σήμερα η μέρα μυρίζει ζωντάνια μόνο από την πρωινή αύρα...γι’ αυτό κι εγώ, ζωντανός, βιάζομαι τώρα για τη δουλειά, πάλι θα αργήσω...και ακόμη δεν έχω σκεφτεί τί πρεπει να κάνω

jueves, 28 de mayo de 2009

Τα πρώτα λέπτα της ημέρας

Άλλη μία μέρα που βγαίνω από το patio. Ναι, ίσως δίνει μία αίσθηση συνύπαρξης αυτή η εσωτερική αυλή, ωστόσο δεν παύει να είναι η ψευδαίσθηση ενός ορίζοντα που σου προσφέρει ενα μπαλκονι που βλέπει στον ακάλυπτο ή μία ταράτσα στον τέταρτο γύρω απο εξαόροφες πολυκατοικίες, ή ακόμη-ακόμη εκείνη την αίσθηση του «απέραντου» διαδρομου βγαίνοντας απο το δωμάτιο ενός νοσοκομείου που έχεις παραμείνει τουλάχιστον μια βδομαδα –για να διαπιστώσεις όταν τελικά εξέλθεις του κτιρίου πως ο διάδρομος δεν ήταν παρά ένα μικρό βηματάκι. Και στη δική μου περίπτωση με ένα βήμα έχω διασχίσει το patio.

Ακριβώς με το που ανοίγω ην πόρτα και ήδη από την τζαμαρία, βλέπω θολά τον κρεοπώλη –κατ’αποκλειστικότητα κοτοπουλάς- να έχει ήδη ξεφορτώσει εμπόρευμα, ακόμη στη είσοδό του βρίσκεται, μέχρι και ορτύκια και πέρδικες πρέπει να περιλαμβάνει, experto στο πουλερικό ο τύπος, εξού και η πολύ gourmet πελατεία του καθε μέρα. Και βέβαια έχει και αβγά χωριάτικα, μέχρι κι εκείνα με τις πιτσιλιές, τα μικροσκοπικά, τα σαν-ψεύτικα. Τώρα όμως τον βλέπω απορροφημένο στην κοπή της φτερούγας...και απέξω το κάθε είδους δίποδο –πτηνό ή ανθρωπος- να χαζεύει στιγμιαία το ένα το άλλο. Θα είναι η Τρίτη μου καλημέρα αυτή ή η τέταρτη, δε θυμάμαι καλά.

Είναι όμως και άλλη μία καλημέρα, λιγότερης διάρκειας αλλά πιο ποικιλόμορφη, και πιο σύνθετη. Σε λιγότερο απο δέκα μέτρα απόσταση. Γιατί εκείνα τα ψάρια, μέσα στις ασπρες φελιζόλ κούτες τους γεμάτες θρύψαλα πάγου, άλλοτε σε κοιτούν με τα μάτια αλλήθωρα, άλλοτε δε σε κοιτούν, άλλοτε ακόμη παγωμένα και άλλοτε έχουν πέσει στο πεζοδρόμιο –γι αυτό και ο ψαράς έχει βγει με το λάστιχο και καταβρέχει, για να διώξει εκείνα τα βλέμματα απο το δρόμο, μαζί και την θαλασσινή αυρά στον μεσότοπο αυτόν. Την ατλαντική και την μεσογειακή, ακόμη δεν έχω μάθει να την ξεχωρίζω, γιατί φυσούν το ίδιο οικεία σε αυτό το στενό, όπως οικεία αντηχούν σήμερα οι φωνές από την Cibeles και ίσως από πιο μακριά και πιο πολλές, από τις Ramblas.

Οι υπολοιπες πορτες παραμένουν ακόμη κλειστες. Κανεις δε βιαζεται να ανοιξει. Και η ώρα δεν είναι τοσο περασμένη. Θα σταθώ και ένα λεπτο στην πλατεία, σφύζει απο κίνηση είναι η αληθεια, να παίξω με τα σκυλιά διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων, να ανταλλαξω ένα χαμόγελο με τους κουστουμαρισμένους ή αγουροξυπνημενους φίλους τους, να χαρώ την τρίτη ηλικία που κάνει πετάλι στο διαμορφωμένο παρκάκι, ακόμη και τα τραπεζάκια έξω, τη μόνη στιγμή του 24ωρου που τα βλέπω άδεια, ακόμη δεν έχουν αρχίσει να μοιράζουν πρωινό, ίσως έχουν αργήσει τα churros...δικαιολογείται, λόγω της χθεσινής fiesta, όλοι μπορούμε να αργήσουμε λιγάκι σήμερα.

martes, 26 de mayo de 2009

Ενα ακόμη πρωινό περνάω το patio

Πρώτες πρωινές ώρες, το ξυπνητήρι χτύπησε για τρίτη φορά, έπειτα σηκώθηκα νωχελικά από το κρεβάτι για να πάω να ξαπλώσω στον καναπέ, που χωρίς κουβέρτα θα κρυώνω και αναγκαστικά θα σηκωθώ και απο εκεί και οριστικά για σήμερα. Έβαλα σε δυνατή ένταση Χρώματα και προσπάθησα να τριψω τα μάτια μου. Ολως παραδόξως δεν έριξα colacao στο γάλα μου, ούτε το ζέστανα. ‘Ετσι, κρύο από το ψυγείο, δίνει και άλλη γεύση στο περίφημο sobaito μου, από το Santander μου το έφεραν χωρίς να ξέρω το λόγο που το κάνει λιγότερο νόστιμο αν είναι απο άλλον τόπο, έτσι κι αλλιώς ένα απλο κέικ είναι, και μάλιστα με πολύ ανθόνερο και λίγη φαντασία. «Κοίτα, κολυμπώ σε θολά νερά...», και τη μία με σκέφτομαι στις διακοπές που έρχονται να κολυμπώ και την άλλη στη δουλειά και στα θολά νερά. Κρύο σήμερα και το νερό, για να ξυπνήσω καλύτερα. Κρύο και το αεράκι που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο.

8.15 και η πόλη είναι ακόμη με την τσίμπλα στο μάτι, μεσογειακή γαρ, δεν υπάρχει λόγος για πολύ πρωινές εργασίες, ούτε να ταράξουμε τον ύπνο μας από τα χαράματα. Να έχει σηκωθεί για τα καλά ο ήλιος, να τεντωθούμε και να χουζουρέψουμε αρκετά.

8.40 και η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά. Θα το διαπιστώσω μόλις ανοίξω την πόρτα του σπιτιού ή και λίγο νωρίτερα: ο απέναντι θα έχει φύγει ήδη, θα ακούσω την πόρτα του να κλείνει, συνήθως την τραβάει δυνατά, είναι και παλιά και τρίζει, πρέπει να δουλεύει στα προάστια, γι αυτό και φεύγει πιο νωρίς. Η γειτόνισσα θα απλώνει δήθεν τα ρούχα στο σκοινί και θα λοξοκοιτάξει να δει αν έφυγα στη ώρα μου –να μην ξεχάσω να δω ποιο είναι το δικό της, γιατί τράβα-τράβα, θα καταλήξουμε σαν τις διαφημίσεις στις ιταλικές πόλεις ή στην Κέρκυρα. Και καταλήγει να διεκδικεί μόνιμο ρόλο και όχι απλώς guest star στη ζωή μου σε αυτή την πολυκατοικία. Η mulata του τρίτου θα έχει σηκωθεί κι αυτή για να δώσει το χάπι στον -κατα τ’άλλα- φιλήσυχο παππού, επίσης του τρίτου, που χθες φώναζε και έβριζε με τραυλή φωνή, νομίζω ότι την πληρώνουν γι αυτό. ‘Επειτα θα ετοιμάζεται η μεσόκοπη του δευτέρου για τις ασκήσεις της, τώρα τελευταία το έχει αρχίσει αυτό το χούι, βγάζει μια καρέκλα στο διάδρομο, κράτα μια φωτοτυπία –μάλλον σε κανα ΚΑΠΗ θα το βρήκε- και αρχίζει, μπαίνω-βγαίνω, πάντα εκεί τη βρίσκω, και έπαψε να μαγειρεύει όπως πριν που μύριζε όλο το patio. Στον πρώτο δε βρίσκω κανέναν, ίσως ούτε στο ισόγειο, καμια φορά κανένα παιδακι να κανει ποδήλατο ή να ποτίζουν τις γλάστρες αλλά είναι ακόμη νωρίς. Προχωράω προς την έξοδο, πατάω τον διακόπτη για να ξεκλειδώσω την πόρτα και βγαίνω στον πλακόστρωτο δρόμο. Κι εκεί με χτυπάει το φώς της μέρας, και ζωηρεύουν όλα.
ΥΓ. Το patio είναι αυτό που θα μεταφράζαμε σαν εσωτερική αυλή (κάτι παρόμοιο με το αντίστοιχο της ισπανοφερμένης σειράς και το ομώνυμο ράδιο της) μόνο που στη δική μου περίπτωση, πρέπει να διασχίσεις το εξωτερικό κτίριο με την κυρίως πόρτα, έπειτα το patio, για να ανέβεις τελικά στα διαμερίσματα του εσωτερικού κτιρίου από ένα είδος σκάλας με διαδρόμους-μπαλκόνια που βλέπουν στο patio και σαφώς στο κάθε διαμέρισμα. Είναι αρκετά συνηθισμένο κυρίως σε παλιές πολυκατοικίες, επίσης υγρό και σκιερό (γι αυτό και στο νότο της χώρας τα εκμεταλλεύονται κατα κόρον) και αρκετές φορές στο ισόγειο βρίσκεις κανένα κιτς συντριβανάκι, γλάστρες με φυτά που δεν χρειάζονται ήλιο, ποδήλατα, καθώς και την αποθήκη με τους κάδους απορριμάτων. Δυστυχώς, εμείς δεν έχουμε θυρωρό, θα είχε πιο ενδιαφέρον

lunes, 25 de mayo de 2009

Movida Madrileña

Η Movida Madrileña (σ.σ σκηνή της Μαδρίτης, Madrid Scene, αγγλιστί) ήταν ένα κίνημα αντι-πολιτιστικό στις αρχές της περιόδου της μεταπολίτευσης στην Ισπανία (μεταφρανκική εποχή) μεχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80, με κορυφαία στιγμή τη «Συναυλία της ‘Ανοιξης» το 1981.
Η νύχτα της Μαδρίτης ήταν τόσο ενεργή όχι μόνο λόγω των νυχτερινών εξόδων της νεολαίας αλλά και εξαιτίας ενός ασυνήθιστου ενδιαφέροντος στον εναλλακτικό, underground πολιτισμό και στην counter-culture. Η εμφάνιση ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιριών επέτρεψε την εγγραφή μουσικής διαφορετικής από την μέχρι τότε σερβιρισμένη από τις πολυεθνικές.
Γεννημένο στη Μαδρίτη, το κίνημα «μεταδόθηκε» σε αρκετές μεγάλες πόλεις της Μαδρίτης, με τη συμμετοχή ακόμη και πολιτικών, κυρίως σοσιαλιστών, όπως ο τ’οτε δήμαρχος της Μαδρίτης, που είχαν βαθιές κοινωνιολογικές γνώσεις σχετικά με τον περιθωριακή κουλτούρα των νέων. Η πολιτική στήριξη σε αυτήν την κουλοτούρα υποδήλωνε μία ελαστικότητα μεταξύ της φρανκικής και της νέας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτή η εικόνα της «μοντέρνας» Ισπανίας χρησιμοποιήθηκε εκ των υστέρων για τη διάλυση της αρνητικής εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, αποκτηθείσα από τα σαράντα χρόνια της δικτατορίας. Ωστόσο και παρά τοκίνημα της movida, μεγάλο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής υποδομής της χώρας κληρονομήθηκαν απο το παλαιο καθεστώς.
Μπορουμε να ξεχωρίσουμε μέσα από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της movida:
Μουσική:
Kaka de Luxe, Alaska y los Pegamoides, Pop Decó / Paraíso, Radio Futura, Nacha Pop, Los Secretos, Ejecutivos Agresivos, los Elegantes
Μόδα:
Ágatha Ruiz de la Prada
Graffiti: El Muelle
Κινηματογράφος:
Pedro Almodóvar, Fernando Trueba
Λογοτεχνία:
Gregorio Morales, Vicente Molina Foix, Luis Antonio de Villena, José Tono Martínez, Luis Mateo Díez, Ramón Mayrata.
Περισσότερα: http://lamovidamad.blogspot.com/
Και αφού μετέφρασα τα παραπάνω από την wikipedia, κανα δυο σχολιακια παραπάνω δεν βλάπτουν. Λοιπόν, η γνωστότερη contracultura γειτονιά της Madrid, είναι η Malasaña –βλέπε γειτονιά μου- και ίσως η παρακείμενη -gay-friendly πλέον- Chueca, στις οποίες μπορουν ακόμη να βρεθούν ίχνη της movida, οπως bar, graffiti κτλ.
Κι εδώ έρχεται το μεγάλο χάσμα γενεών: η γενιά των συντηρητικών, καθολικών και πατριαρχικών οικογενειών και η αμέσως επόμενη του απελευθερωμένου, ακομπλεξάριστου και υπερβολικού. Γι αυτό και στην πολιτική, η διαφορές δεξιών-σοσιαλιστών δεν περιοριζονται στις τυπικες δικές μας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αλλά εκφράζουν μια βαθύτερη αλλαγή.
Ωστόσο, μη διανοηθεί κανείς σας να τολμήσει να πει ότι τα λεγόμενα χιτάκια της movida ειναι ξεπερασμένα μουσικά, ότι τα bar τους είναι καιρος να βγάλουν την ντισκομπάλα και ότι ο Almodóvar επαναλαμβάνεται στις ταινίες του. Θα θεωρηθείται το λιγότερο ιερόσυλος.
ΥΓ. Η Buika ειναι μια ισπανίδα με ρίζες απο την Ισημερινή Γουινέα ερμηνεύτρια coplas που την τελευταία Noche en Blanco («Λευκή Νύχτα») στη Madrid έκανε ένα αφιέρωμα στη μουσική και στα τραγουδια των ταινιών του Almodóvar. Στην Ελλάδα είναι γνωστή από μια συμμετοχή της στον τελευταίο δίσκο της Αρβανιτάκη (εξάλλου μοιράστηκαν σε αυτόν τον ίδιο παραγωγό, Limón), από το τραγούδι της Mi Niña Lola (θα το έπαιζε σίγουρα ο Kosmos κάποιο φεγγάρι) και ίσως και από ένα house κομμάτι συνεργασία με τον Kiko Navarro από το Pacha Club (σαν να λέμε το Cavo Paradiso της Ibiza), θα το βρείτε στην τελευταία ή προτελευταία συλλογή του Αλ. Χριστόπουλου, μπορεί και την νούμερο 6 sunset&sunrise, δε θυμάμαι καλά τωρα.

domingo, 24 de mayo de 2009

Παμε ήδη προς Δευτερα


Λοιπον, είχαν δικιο οσοι επεμεναν να ξεκουνηθώ απο το σπίτι...πρωτον γιατι σταματησε η βροχη και παρεμεινε η δροσια και δευτερον, γιατι υπαρχουν και τοσοι αλλοι που σκεφτηκαν σαν εμενα.

Καποιοι για να παιξουν mus στα παγκακια (ναι, σε αυτό το παιχνιδι με την τραπουλα, που παιζουν οπουδηποτε και οποτεδηποτε, απο τα 5 μεχρι να γερασουν και που νομιζεις οτι ολοι οι παικτες εχουν καποια τικ, αδυνατον σε μενα να μαθω τοσο καλα τις κομπινες τους), καποιοι για να επιδοθουν σε καλλιτεχνικου τυπου ασχολιες, αν και πλεον, πολυ ομορφα τα graffiti στους δρομους της Malasaña, αλλα αρκετα επαγγελματικά, δε βρίσκετε? (sorry, κιολας, αλλα με αυτα τα πληκτρολογια δε θυμαμαι και που ειναι το ελληνικο ερωτηματικο...), live jazz συναυλια, esculturas humanas πασπαλισμενα με χρυσοσκονη και κάρβουνο...

Που πήγε εκεινο το underground της γειτονιάς? Με όλες τις φιγουρες του Almodóvar να παρελαυνουν χωρις να εχουν βγαλει το φρυδι τους, τις πουτ...ς σε καθε πλατύσκαλο, τη δανεισμενη συριγγα...Βεβαια, απο όταν άρχισε η αναδιαπλαση (ετσι δε λέγεται αυτο?) της γειτονιας απο την πολλών τιμών γειτόνισσα Espe (σ.σ. Esperanza Aguirre, χρόνια Presidenta της Comunidad της Madrid και επίδοξη πρωθυπουργος) μπηκαν και καμερες στους δρομους, εβαλε και καλοξυρισμενα μπατσονια απο τα Β.Π. να ελεγχουν την κυκλοφορια μπίρας και αλλων τινων αλκοολουχων και παραισθησιογονων, κολονακια για να μην διπλοπαρκαρουν τα narcotaxis, κανουν και περαντζαδα μερικοι jet set τυποι, και εχουμε το προτυπο γειτονιας για καθε γουστο. Αυτο θυμιζει λιγο 15χρονα που μετά το cd των Metallica βαζουνε τη Βανδή, έτσι για να μην ξεχνιομαστε, μεχρι να σκάσει μύτη απο κανα σκοτεινό πορτόνι κανας δίμετρος με βυζιά και χερουκλες πιο χοντρες κι απ' τον λαιμο μου και να σου ζητήσει με έντονη προφορά καραϊβικής κανα ψιλό. 'Η τα δινεις και φεύγεις ή μπαίνεις να τον ρωτήσεις αν θέλει κι άλλα...Γιατί όσες κάμερες και να βάλεις, η χρυσή movida είναι ακόμη εδω σε καποιες γωνίες, και οι Alaska ζουν και βασιλευουν, μεχρι και τώρα συναυλίες κανουν, και τα drag show γεμιζουν τις πιστες σαν να σηκωνόταν αύριο κιολας ο Καζαντζιδης και να πάρει το μικρόφωνο.

Προσπέρασα τελικά, στο δρομο για τη La Latina τα σκέφτηκα ολα αυτά, εκεί που τα πράγματα ειναι πιο tapas και ole, εκεί πήγαμε και την γιαπωνεζα φίλη μας και ενθουσιάστηκε. Κι εγώ επιστρέφοντας εβλεπα πως τελείωνε το graffiti του κατεβασμενου ρολού και πως αύριο, όπως θα πηγαίνω στη δουλειά, δε θα το δω γιατι θα το έχουν ανεβάσει, και πως για να το ξαναδω πρέπει να ξαναπερπατησω μια Κυριακή απο τα στενά της γειτονιάς. Μπήκα στον κινέζο, πήρα μια πράσινη fanta, γύρισα το κλειδί και ανοιξα την πόρτα. Συναντήθηκα με τον ηθοποιο του δευτέρου(ναι, ναι, αυτος που σκοτωσε την ανιψια του στην original εκδοχή της Αγνοούμενης Χαράς), είπαμε δύο κουβέντες, με προσκάλεσε για μια caña αλλά προτίμησα την πράσινη fanta. Υπάρχουν τελικά αρκετοί madrileños σε αυτή τη γειτονιά. Και απο τον καιρο της movida ακόμη. Γι αυτό έβαλα να παίζει και Buika, και σταμάτησα τους Lullatone.

Κυριακή Γιορτή και Σχόλη


Καλημέρα, οπως θα σου απαντουσε η πλειοψηφία των νεων κατοικων αυτής της πόλης, και μαλιστα με καπως βαριεστημενο υφος, λογω της γνωστης σαββατονυχτερινης resaca, ποτά βομβες, υπερβολική καταναλωση, χανω λιγακι τον έλεγχο, τον χάνω λιγο περισσοτερο αλλα δε βαριεσαι, Κυριακη αυριο, ξεκούραση. Κι ειναι ήδη 18.13.

Πέρα απο τη γειτονισσα, που ποτέ δεν ξέρω ποσο νωρίς σηκώνεται, αλλα πάντα μετακινεί τη μπουγάδα μου για να απλώσει τη δική της στις πιο περιεργες ώρες, νομίζω οτι όλοι οι υπόλοιποι ακομη ρευονται το whisky που μπερδευτηκε με τα λιγδερά πρωτοπρωινά churros στο μπαλωμένο στομάχι (αληθεια, νομιζω οτι και μόνο αυτοι οι βουτηγμενοι στο λάδι λουκουμαδες στις 5 η ώρα το πρωι είναι αρκετοι για να σου φερουν αναγουλα, αλλα οταν δε βρισκεις ουτε ενα τυροπιταδικο ανοιχτο και οι κινέζοι με τις talariñes τους εχουν παει ήδη για ύπνο,ειδικα το σαββατο που το χρηματιστηριο του χτυπαει ζενιθ -εκει δεν υπάρχει κριση- δεν υπάρχει και άλλη λύση, και το έχω κανει κι εγω ρε γαμωτο, και οχι μια και δυο!).

Χθες ομως ήταν μια απο τις λιγες φορες που σαν εξωγήινος εμεινα μεσα, για καμια ταινια, περισσοτερη μουσική, μαγειρικη ισως, (vamos, αδιανόητες ασχολιες για σαββατο βραδυ και μονος) για να διαπιστωσω οτι το πρωινο της Κυριακης, αν δεν εχεις κανονισει εκδρομη στην εξοχή, ειναι οτι πιο βαρετο σε μια πρωτεύουσα. Όλοι εχουν κλειστα τα κινητά τους ή απλά σε αγνοούν, δεν υπάρχει bar ανοιχτο έστω για να αγοράσεις τσιγαρα, απλά φτιαχνεις ένα φραπεδάκι μήπως και αισθανθείς σε άλλο τόπο.

Κι εκεί που χαζευεις σε mail, facebook, taringa και αλλα τετοια, διαβαζεις καμια ψηφιακη κυριακατικη και προσπαθεις να εστω να κοινωνικοποιηθεις μεσω δικτυου, τσουουουπ, ανακαλύπτεις οτι οι Lullatone εχουν εδω και λιγο καιρο καινουριο δισκο. Και παιζει ασταμάτητα απο τοτε, και δεν ακουω ουτε τα τηλέφωνα, ουτε τη γειτονισσα που ισως να αλλαζει θεση τη μπουγαδα μου...και ξερεις οτι συντομα θα μπορεσεις να δεις αυτες τις μουσικες live μια άλλη Κυριακη σε αυτή την πολη και γι αυτό σκεφτεσαι οτι δεν είναι και τοσο βάρετη σήμερα η Κυριακή, και μπορεις να ξαναγινεις παιδι και να χτυπησεις τα τυμπανα και να τσαμπουνησεις με τη μελόντικα και και.....και καλα θα κάνω να ετοιμασω και κατι για μεσα στην εβδομάδα γιατι δε θα προλαβω ούτε να επιβιώσω και να γυρισω πισω στον πλανητη γη, να προσγειωνω στο κεντρο της Madrid παλι και, jooo, ότι ...πρεπει να φυγω γιατι ξυπναει αυτη η πολη και χρειαζεται να πιει τον καφε της, κι εγώ σιγα σιγα να κινηθώ.