lunes, 29 de junio de 2009

Tinto de Verano


‘Επειτα από αρκετές μέρες απουσίας στα σμαραγδένια νερά του Ιονίου (κάπου είδα και μία διαφήμιση του υπουργείου «η Καραϊβική στα πόδια σας» ή κάτι τέτοιο) επανέρχομαι σε αυτό το μπερδεμένο bochorno (αντάρα το λένε στο χωριό μου) σε κάθε πρωινό βήμα σε αυτή την πόλη που αργότερα μετατρέπεται σε ύπουλη υγρασία που κολλάει πάνω σου και σε κάνει να ιδρώνεις ακόμη και στον κατήφορο. Είναι κι αυτός ένας λόγος που η πόλη αρχίζει να κινείται μετά τις 9 το βράδυ, μόλις ακριβώς έχει πέσει ο ήλιος και ξεμυτίζουν σαν μηρμύγκια στην πρώτη terraza που θα συναντήσουν, στη γειτονιά, σε μια γωνία, σε μια πλατεία, δίπλα από το δρόμο, πάνω στο δρόμο, σε μια ταράτσα... όχι μόνο για τη δροσιά που πέφτει τη νύχτα, αλλά κυριώς για τη δροσιά που προσφέρουν οι μπίρες και τα tintos de verano.

Και είναι αλήθεια πως το όνομα του ταιριάζει απόλυτα και δεν υπάρχει καλύτερη εποχή για να το γευτείς...(Κρασί) κόκκινο του καλοκαιριού: είτε με λεμονάδα είτε με γκαζόζα, πάντα με άφθονο πάγο και καλαμάκι, παίρνει ένα χρώμα ημιδιάφανο πορφυρό ή πιο βυσσινί, και πάντα με τον ηχητικά παιχνίδια που κάνει ο πάγος όταν χτυπάει στο γυαλί. Και τότε είναι που καταλαβαίνεις τι σημαίνει καλοκαίρι για τους Madrileños, τουλάχιστον για αυτούς που έχουν ξεμείνει το σαββατοκύριακο στην πόλη, γιατί φαίνεται πως η Torrevieja και οι Matas –αν και τουλάχιστον 4 ώρες μακριά, εκεί στη Μεσόγειο- αποτελούν ένα must για όλους, έναν προορισμό που όλοι όσοι σέβονται την madrileña καταγωγή τους πρέπει να βρεθούν, σαν να πρόκειται για γειτονιά του κέντρου, δυό στάσεις με το μετρό. Και επιβάλλεται να πας μόλις σε καλέσουν οι φίλοι σου στο σπίτι τους (στη σπάνια περίπτωση που δε διαθέτεις εσύ ή η οικογένεια σου) γιατί είναι όντως «el plan más guay» που θα συμβεί το ερχόμενο σαββατοκυριάκο. Παντώς κι εκεί, ο οργανισμός σου tinto de verano θα ζητήσει, απλά θα ξεπεράσει τα όρια του και θα κάνει κεφάλι...

miércoles, 3 de junio de 2009

Μιά 'Αλλη Ματιά Γύρω Μας


Είναι σχετικά δύσκολο να φτάσει κανείς στη δουλειά του χωρίς να σκεφτεί τί πρέπει να οργανώσει, τί του έχει λάχει να κάνει και τί εκκρεμότητα απέμεινε από την προηγούμενη. Αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο, όταν ακολουθείς την ίδια διαδρομή, βλέπεις τις ίδιες παραστάσεις, περνάς απο τα ίδια στενά, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους να πηγαίνουν στις δικές τους δουλειές, οι περισσότεροι είμαστε στην ώρα μας.


Πόσο ξαφνικά αλλάζουν όλα όμως μόλις αργήσεις δέκα λεπτά, ή σαν προχθές, που αντί να διασχισω την πλατεία από την αριστερή πλευρά, οπως το συνηθίζω, πέρασα απότο δεξί πεζοδρόμιο, την έκοψα στη μέση, μέχρι του στάθηκα να δω το συντριβάνι στο κέντρο, πρώτη φορά μετά από τοσο καιρό. Και αφαιρέθηκα προς στιγμήν, ξέχασα που πήγαινα και πόσα είχα να κανω, και ακουγα στην άκρη των ακουστικών το νερό να τρέχει μπερδεμένο με την γραφομηχανή των Balmorhea παρά με το πιάνο τους, διαπίστωσα οτι μέχρι και ο κηπουρός που καθαρίζει την πλατεία καθε πρωι, ακούει κι αυτός κάτι δικό του –που δε μπορεί να φτάσει στα δικά μου αυτιά- αλλά είναι κι αυτό μπερδεμένο με τον ήχο των πεσμένων φύλλων που σέρνονται στην σκουπα του.


Και όσο προχωράω, βλέπω ανθισμένες γλάστρες στα μικροσκοπικά μπαλκόνια των παλιών κτιρίων, γλάστρες που δεν υπήρχαν πριν δύο μήνες, και πολύχρωμους παιδικούς μύλους να γυρίζουν, και το καλλίγραμμο πόδι μιας κούκλας βιτρίνας, αλλοτε γυμνό και άλλοτε να προβάλει προκλητικά και να κοιτάζει με στεγνό βλέμμα, βλέπω και μερικές μπορντούρες στα παράθυρα, και τις ξύλινες πόρτες γυαλισμένες με κερί -για να μην φθαρούν- που μυρίζει ρετσίνι, το ίδιο και οι θυρεοί, χρόνια σκαλισμένοι δίπλα απο τα κουδόυνια...ανώνυμα αυτά, primero B, bajo izquierda, 3º interior 4, 5º centro…χωρίς ονόματα αλλά με ζωή, σίγουρα έχουν ζωή, γιατί σήμερα η μέρα μυρίζει ζωντάνια μόνο από την πρωινή αύρα...γι’ αυτό κι εγώ, ζωντανός, βιάζομαι τώρα για τη δουλειά, πάλι θα αργήσω...και ακόμη δεν έχω σκεφτεί τί πρεπει να κάνω