martes, 6 de julio de 2010

Vida reservada

Πίνω ένα ξυνισμένο καφέ περιμένοντας πότε θα έρθει η μέρα που δεν θα αναγκάζομαι να έρχομαι τα απογεύματα στο γραφείο. Δεν φαντάζομαι ακόμη πώς θα εκμεταλλευτώ εκείνον τον ελεύθερο χρόνο.
Μπαίνω σε σελίδες ταξιδιωτικών γραφείων και αεροπορικές μήπως βρω κάτι ενδιαφέρον αλλά ξέρω ότι στο τέλος θα βρω μία μέτρια δικαιολογία για να το ακυρώσω και θα κλείσω αμέσως τον πλοηγό για να μην προλάβω να νιώσω τύψεις για την πλήξη μου.
Φοράω το πουκάμισο ασιδέρωτο, σχεδόν σαν σακί πέφτει πάνω μου, και μετράω τις ώρες που το συννεφόκαμα θα ξεσπάσει για να στάξει πάνω από τις στέγες και να δροσίσει το σπίτι.
Δεν κοιτάζω κανέναν από αυτούς που μου μιλάνε περνώντας από το διάδρομο, δεν έχω όρεξη και προσποιούμαι ότι πιάστηκε ο λαιμός μου με όλα αυτά τα air condition. Έπειτα συνεχίζω την προσήλωση στην οθόνη.
Κατεβάζω τον τελευταίο δίσκο των Lullatone και χαζεύω πότε στο παράθυρο τα περιστέρια και πότε πίσω από τις κουρτίνες του απέναντι διαμερίσματος, το ίδιο κλεισμένοι όπως εμείς, ίσως και χειρότερα.
Ακούω κάποια τηλέφωνα να χτυπούνε, σχηματίζω με το μυαλό μου έναν άλλον αριθμό και φέρνω την εικονική κλήση σε καρέ μπροστά στα μάτια μου, σαν σε βωβό βιντεάκι που πέφτουν οι καρτέλες με το διάλογο μέσα σε εισαγωγικά.
Ακούω τα βήματα μέσα και κάτω από το χιόνι, εκείνο που μας σκεπάζει χειμώνα καλοκαίρι και μερικές φορές μας κρύβει ενώ άλλες μας ζεσταίνει, για να φυτρώσουμε κάποια στιγμή ως την επιφάνεια, μέχρι να πέσει το καινούριο και να μας ξανακρύψει, να μας ξανακουκουλώσει και ξανά και ξανά...