jueves, 16 de septiembre de 2010

Por Culpa De La Lluvia...

Καθώς ερχόμουν για άλλη μία μέρα να σταθώ για οκτώ τουλάχιστον ώρες μπροστά στον υπολογιστή, μάλλον οι χοντρές σταγόνες που έπεφταν ή ακόμη και αυτή η μυρωδιά της βρεγμένης γης, με έκαναν να ανασύρω μία φωτογραφία από το αρχείο –και δεν είναι η μόνη- και να την περάσω σαν φιλμάκι με διαφορετικούς συντελεστές κάθε φορά, κάθε καλοκαίρι που έχω πατήσει το εναλλασσόμενο βότσαλο με ψιλή άμμο αυτής της παραλίας και έχω βουτήξει στα κρύα νερά της. Και δεν είναι λίγα αυτά τα καλοκαίρια, πάνω από είκοσι καρέ μετράω, πάντα όμως με εκείνη της ανατριχιαστική και γαργαλιστική αίσθηση μόλις σε χαϊδεύει η ποσειδωνία.

Κάποτε θυμάμαι ήταν απρόσιτη, αργότερα ανοίχθηκε περισσότερο ο δρόμος, μέχρι να φτάσει σήμερα να μποτιλιαρίζεται. Πλέον δεν είμαι ο μόνος που την επισκέπτεται, ούτε όμως θα σταματήσω να το κάνω. Γιατί υπάρχει και ο Σεπτέμβρης, ακόμη και ο Οκτώβρης, όταν ακόμη χρειάζεται να φτιάξω τον φραπέ μου και να τον φέρω μαζί μου (γιατί θα έχει χειμωνιάσει για το όχι και τόσο άρτι αφιχθέν μπιτσόμπαρο), όπως τότε που πρωτοάρχισα να καπνίζω, και το κολύμπι μέχρι το απέναντι νησάκι είναι το ίδιο απολαυστικό, τα νερά το ίδιο ήρεμα, έτσι και πότε την βλέπεις κανονικά και πότε σαν αρνητικό, τώρα βλέπεις και καλύτερα τον ήλιο να δύει μέσα στο απέραντο από εκείνο το άδειο παρατηρητήριο του ναυαγοσώστη, δεν χρειάζεται να τρυπούν τα πουρναρόφυλλα τα γυμνά σου πόδια και να επιμένεις κάθε φορά να βρεθείς από την πίσω πλευρά, να ακούσεις καλύτερα τη θάλασσα που σκάει στο φυσικό κυματοθραύστη.

Θυμάμαι μπορούσα να περάσω όλη την ημέρα εκεί, πλέον μεγαλώνοντας την προτιμώ νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, όταν ο κόσμος μοιάζει να γυρίζει από κάποιο προσκύνημα και σιγά σιγά να με αφήνει πιο γαλήνιο από ότι όταν έφτασα. Μόλις κλείσει και η τελευταία ομπρέλα και πριν ανοίξει η πρώτη. ‘Οσο για να προλάβουν να μου σερβίρουν ένα καφέ, το πόσο γρήγορα θα τον τελειώσω είναι άλλο θέμα. Όπως και σήμερα που τελικά και για ακόμη μία φορά δεν έφτασα στην ώρα μου. Η βροχή θα φταίει, σκέφτηκα, και έδιωξα έτσι ίσως μία υποψία νοσταλγίας από τα καλοκαιρινά καρέ.

martes, 7 de septiembre de 2010

Mi Barrio


Κάθε φορά η επιστροφή στην πόλη είναι κάπως νοσταλγική, και δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα τυχαίνει να είναι Κυριακή ή σαν Κυριακή, επανέρχεσαι στην καθημερινότητα με απλά και βαριεστημένα βήματα αφού πρώτα περάσεις από το μανάβη, τον κρεοπώλη, τον μπακάλη, το φούρνο, ακόμη και το περίπτερο για την κυριακάτικη που έχει ξεμείνει. Και είναι σαν να μην έχει περάσει καμία μέρα από τότε που την εγκατέλειψες παροδικά, ίσως μόνο λίγο περισσότερο σκονισμένα από την άπνοια και τις αραιές χωμάτινες σταγόνες της ερήμου. Όμως είναι τα ίδια πρόσωπα, ο ίδιος καφές στα φλυτζανάκια, η ίδια γεύση στα tapas, οι ίδιες διαδρομές, ίδιες κοφτές ματιές στους περαστικούς, ακόμη και οι ίδιοι χρόνοι.

Προχθές απέμεινα να χαζεύω ένα κλασικό τύπο, αν και πρώτη φορά τον έβλεπα, ήταν σαν να βρίσκεται σε εκείνο το τραπεζάκι χρόνια τώρα, απ’ όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στη γειτονιά: να διαβάζει ένα λογοτεχνικό στο πλάι, σταυροπόδι, με converse ασορτί με το second-hand tee, διάθεση αγουροξυπνημένου, στιλιστικά άνεργος ή οιονεί freelance, και κάθε που τελείωνε μια παράγραφο, να ρίχνει δυο βλέφαρα στο κόσμο που κάθεται και στον κόσμο που περνάει πίνοντας μια γουλιά απ’ το vermut του. Αρκετές φορές έχω αναρωτηθεί πότε θα πάρει το ποδήλατό του να πάει λίγο παραπέρα, εκεί που κάνουν picnic οι εκουατοριάνοι, εκεί που βάζουν στη διαπασών reggaeton οι βενεζουελάνοι, στα πάρκα που σκαλίζουν τα πόδια τους οι πακιστανοί και στις λεωφόρους που σου βρίσκουν parking οι βούλγαροι. Εκεί δεν τον έχω δει ποτέ μου, παρόλο που είναι όλοι δίπλα μας. Και αν παραδόξως τον πετύχω, σίγουρα θα είναι απλά και μόνο γιατί γυρίζει μία μικρού μήκους που θα παρουσιάσει αργότερα σε ένα cafe-bar-galería-sexshop με καλεσμένους όλους τους φίλους του facebook…