martes, 28 de julio de 2009

Pisci vs Catamarán


Το καλοκαίρι στη Madrid συνήθως χαρακτηρίζεται από αρκετή ζέστη, θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 33-34 βαθμούς την ημέρα, γενικά ξηρές ημερές και σπανιώς υγρές (που είναι και πιο ανυπόφορες). Μέσα σε αυτούς τους τρεις μήνες καμίνι αναδεικνύεται ένα άλλο πρόσωπο των κατοίκων τους: εξαφανίζονται οι συνήθεις ύποπτοι και εμφανίζονται νέες φιγούρες επί σκηνής.

Οι πρώτοι γιατί τις καθημερινές (πλέον σχεδόν όλοι έχουμε ξεκινήσει jornada intensiva και έχουμε άφθονο ελεύθερο χρόνο τα απογεύματα) αποσύρονται στις ιδιωτικές πισίνες που κάθε urbanización διαθέτει για τους ενοίκους και τους φίλους τους, ενώ από την Παρασκευή το μεσημέρι φεύγουν για τις μαδριλένικες «αποικίες», κατα βάση στις μεσογειακές ακτές και λιγότερο στις παραλίες του ατλαντικού με τα κρύα νερά και τις απότομες αλλαγές του καιρού. Υπάρχουν και οι ευκαιρίες για Ibiza και Mallorca, κανένα party έκπληξη σε κάποια ημιδιάσημη βίλα, σε κάποιο catamarán, πάντα τα νέα κυκλοφορούν εντός εβδομάδος από στόμα σε στόμα και πάντα κάτι θα προκύψει, κάποιος θα σε καλέσει, κάπως θα κολλήσεις κι εσύ.

Οι δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που περνάει όλη την ημέρα και όλη την εβδομάδα στην δημοτική πισίνα, μαζεύει άφθονο ήλιο, δροσίζεται με εκείνο το ψεκαστήρι νερού και αν είναι πάνω απο 30 ετών σπανίως βουτάει απαρτίζεται από διάφορες «αστικές φυλές», και γι’ αυτό την κάνει αρκετά ετερόκλιτη: άνθρωποι μόνοι ή μοναχικοί που συνήθως το χειμώνα κρύβονται πίσω από κουρτίνες και παντζούρια (πώς γράφεται αυτο;), πενηντάρες ζωντοχήρες με λάδι και χρυσόσκονη και αδιάβροχη μάσκαρα (πάντα topless), περουβιανές πολυπληθείς οικογένειες με όλα τα σύνεργα του πικ νικ, εικοσάρηδες με κασετόφωνο να παίζει ραπ και μαγιό που καλύπτει το μισό κώλο αλλα φτάνει μέχρι τον αστράγαλο, ζαβούς, αλλά πολλούς ζαβούς, δηλαδή, δεν είναι απίθανο να δείτε κάποιον σαραντάρη να τσαλαβουτάει στην παιδική πισίνα ή να σκάει στο νερό στυλ «βόμπα» και να το καταδιασκεδάζει, κάποιον να περπατάει πάνω κάτω και γύρω σου (!) για μισή ώρα, να παίζεις φυσοκαλαμάκια αλλά να είσαι 35 πλέον, να χαζεύεις την επίδοξη beyoncé να σου κάνει χορευτικά τερτίπια....

Μα καλά –αναρωτιέμαι- πού κρυβόταν όλος αυτός ο κόσμος τόσους μήνες και τόσο καλά;;; Γιατί μέχρι αυτό το σημείο είχα αρκετούς ενδοιασμούς σχετικά με τη fiesta στο catamarán (τόσες ώρες δρόμος, πολύ glamour, τόσα έξοδα, στήσιμο, φωτογραφίες κτλ κτλ) αλλά μία μέρα στη δημοτική πισίνα ήταν αρκετή για να μου τους διαλύσει χωρίς αμφοβολία...όχι ότι στο catamarán δεν έχει ζαβούς, απλά τουλάχιστον είναι πιο κομψοί και πιο σικάτοι.

Και μέσα σε όλα αυτά, ευτυχώς πλησιάζουν και οι μέρες για να φύγω κι εγώ καποιες περισσότερες μέρες, όπως οι περισσότεροι σιγά σιγά, ήδη η πόλη αριθμεί ένα εκατομμύριο λιγότερους κατοίκους και αυτό φαίνεται κάθε λέπτο που τη διασχίζεις.

viernes, 17 de julio de 2009

Pirineos Sur


Κάπου κρυμμένο ανάμεσα σε βουνοκορφές και δάση, στην κοιλάδα Tena, ακριβώς στη μέση της οροσειράς των Πυρηναίων, εκεί που η καστιλιάνικη γλώσσα εισέβαλε μεταξύ της καταλανικής και της βασκικής, ακούμπησε τη γαλλική και εξελίχθηκε στη διάλεκτο fabla, βρίσκεται ένα μικρό ημι-ερειπωμένο χωριό, ονόματι Lanuza (=Λανούθα), που προσπαθεί να αναγεννηθεί, τουλάχιστον το καλοκαίρι. Ο κόσμος του αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει λόγω της τεχνητής λίμνης που δημιουργήθηκε ακριβώς δίπλα και εν μέρει το κάλυψε, εκεί που περνούσε ο ποταμός Gállego (=Γκάγιεγο) ωστόσο αποφάσισε σιγά σιγά να του δώσει ζωή (καθώς υποχωρούν και τα νερά με τα χρόνια). Και οι 36 μόνιμοι κάτοικοί του εκεί ακριβώς, μέσα στο χωριό αλλά και δίπλα από τα τελευταία σπίτια, στήνουν κάθε Ιούλιο ένα όμορφο «πανηγύρι».

Πετούν μία πλωτή σκηνή μέσα στη λίμνη, όπου δίνονται οι συναυλίες, γεμάτες χρώματα και μουσικές ταξιδιάρικες, το κοινό στέκεται στα επικλινή ακριβώς απέναντι, μέσα στο υγρό πράσινο, άλλοτε πηγαίνουν μέχρι τα αντίσκηνά τους, στα έξω του χωριού για έναν υπνόσακο, γιατί έχει αρχίσει να πέφτει αρκετή ψύχρα, και μέχρι να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα, αργά το βράδυ, όπου dj παίζουν ένα συνοθύλευμα από νότες που μοιάζει με κουρελού με τη συνοδεία ποτών και γεύσεων από όλον τον κόσμο.

Ωστόσο, η γιορτή δεν αρχίζει και τελειώνει το βράδυ. Μέσω το παραλίμνιου δρόμου και μιας «ρομαντικής» διαδρομής φτάνεις στο διπλανό κεφαλοχώρι, Sallent de Gállego (=Σαγιέντ Ντε Γκάγιεγο). Εκεί όντως έχουν μπερδευτεί πολλές κουλτούρες. Γεύσεις, εργαστήρια, χοροί, αρώματα, χρώματα, διαδρομές, φωτογραφίες, έθιμα, και το κυριότερο, όλες οι φυλές της γης μαζεμένες σε ένα μικρό χωριό, με τον ήχο απο τα κρύα νερά, όπως έρχονται απο τις πηγές και τα χιόνια της άνοιξης, και το θρόισμα που κατεβαίνει απο τις κορυφές των Πυρηναίων.
Το ξέρω, το χειρότερο είναι η πρόσβαση σε αυτά τα μέρη. Αλλά μόλις φτάσεις, δε θα θελήσεις να φύγεις. Σας παραθέτω και τον ιστότοπο, http://www.pirineos-sur.es/, θα βρείτε πληροφορίες για τα πάντα. Ένα φεστιβάλ από αυτά που σε εκπλήσσουν.

lunes, 13 de julio de 2009

Veraniego


Σήμερα άλλαζουμε σελίδα, μπήκαμε στο καλοκαίρι, τα αυτοκίνητα λιγοστεύουν στους δρόμους, διασχίζεις πιο άδειες πλατείες, το απογεύμα αφιερώνεται στη siesta γιατί δεν υπάρχει αρκετός αέρας να ανασάνεις, τα air condition παίρνουν φωτιά, περπατάς ξυπόλυτος, δροσίζεσαι με horchata και σκέφτεσαι μια παραλία στο Alicante, στέκεσαι δίπλα σε κάθε συντριβάνι, ξαπλώνεις στο πάρκο, κρύβεσαι απ’ τον ήλιο, ξεμυτίζεις με το φεγγάρι, μετράς τους λιγοστούς ανθρώπους, μετράς τα αστέρια, αναρωτιέσαι τι κάνεις εσύ εδώ κι έπειτα ξυπνάς ιδρωμένος, για να σε αποτελειώσει ένα παγωμένο ντους και να δεις τον ήλιο να έχει ήδη κάνει τον κύκλο του και να σε χτυπάει ανελέητα με τις ακτίνες του (ή μάλλον αχτίνες για τους αθηναίους). Καλημέρα.

jueves, 9 de julio de 2009

Cuotidianos


Είναι και αρκετές οι απορίες μου σε αυτόν τον τόπο σχετικά με τον τρόπο ζωής τους, με το πώς αντιλαμβάνονται τα όρια, μέχρι πού μπορεί κανείς να φτάσει, να υπερβεί εαυτόν ή να συμμαζευτεί. Και αυτό με αφορμή γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, θυμούς, τραγελαφικές καταστάσεις ελληνικού τύπου και όλα τα παρελκόμενα. Ιδιαίτερη εντύπωση που κάνουν μικρές καθημερινές συνήθειες, αρκετά αντικρουόμενες μεταξύ τους. Και για να δώσω κάποια παραδείγματα, έτσι, επειδή σήμερα πάλι τις σκεφτόμουν και τις ανέλυα:


Στο μέτρο όλοι τρέχουμε για να προλάβουμε (τί;) –παρά το γεγονός ότι κάθε τρίλεπτο περνάει συρμός- ωστόσο στο super market έχουμε όλοι την άνεση να σταθούμε με το καρότσι μας τουλάχιστον 10 λεπτά μπροστά από κάθε ράφι για να διαλέξουμε τί θα έχουμε στο ψυγείο μας, κι αυτό χωρίς να μας αφορά ποσους πελάτες ενοχλούμε και πόσους δεν αφήνουμε να περάσουν το διάδρομο: «διαλέγω jamón, δεν βλέπεις; τι βιάζεσαι;»


‘Οταν οδηγούμε είναι απαγορευτικό να μιλάμε στο κινητό μας, όταν όμως πεζή μας πιάσει η πάρλα, πρέπει να το αντιληφθούνε όλοι οι υπόλοιποι: να σταματήσω την κίνηση για να διασχίσω το δρόμο, να φωνάζω και να γελάω δυνατά, να ρίχνω ματιές σε όσους περνούνε για να δω αν με έχουν δει που είμαι τόσες ώρες στο κινητό, ενίοτε να σκοντάψω σε περαστικούς, αφηρημένος: «ναι, ναι, έχω πολλούς και καλούς φίλους που με παίρνουν τηλέφωνο και τα λέμε και γελάμε και περνάμε όμορφα, το βλέπετε όλοι, ε;». Και όλα αυτά αφού έχω παρατήσει την παρέα μου στο τραπεζάκι καμια ωρίτσα και είναι έτοιμοι να την κάνουν.


Διαβάζουμε χωρίς να δουλεύουμε και να κουραζόμαστε, δηλαδή προετοιμαζόμαστε με ιώβια υπομονή και αποκλειστική αφοσίωση για τις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ, για τη δείνα θέση, για όταν και αν προκηρυχθεί, κι αυτό ετσι κι αλλιώς από μόνο του αποτελεί προσόν για το βιογραφικό μας. Αν τυχόν πετύχουμε, μετά από αρκετά χρόνια γινόμαστε οι γνωστοί δημόσιοι υπάλληλοι αναλόγου ύφους και ευφυίας (που δεν αποτελεί μόνο ισπανικό προνόμιο), αν όχι, και στα 33 μας, κάποια εταιρία από αυτές τύπου consulting θα βρέθει να μας προσλάβει μετά από τόόόόόόσα χρόνια μελέτης, για να ξεκινήσω και από κάπου την καριέρα μου.


Μετά απο αφόρητη ζέστη, μπαίνεις σε ένα μπαράκι, χαιρετάς τη μπάρα πολύ φιλικά και σου ανταποδίδουν, βολεύεσαι σε ένα τραπεζάκι και, αν δεν ξέρεις, υποψιάζεσαι ότι μάλλον μόνο καλησπέρες ανταλλάσσουν στο συγκεκριμένο χώρο. Αναγκαστικά, σηκώνεσαι να παραγγείλεις στη μπάρα, εκείνη τη στιγμή βλέπεις ότι ο camarero μόλις θυμήθηκε να καθαρίσει τον πάγκο επειδή έχει λίγα τρίματα, διαπιστώνει ότι το wettex είναι βρώμικο, ψάχνει να το αλλάξει, βλέπει οτι στο ψυγείο δίπλα απο το ράφι με τα καθαριστικά δεν έχει αρκετές παγωμένες μπίρες, πάει να φέρει να το γεμίσει, στην επιστροφή ζητάς, φωνάζοντας για να τραβήξεις την προσοχή, να σου βάλει δύο βαρελίσιες «όποτε μπορέσει» (αυτές οι ευγένειες μάς φάγανε τελικά) γιατί έχω ήδη ένα πεντάλεπτο εκεί που περιμένω, φαίνεται να μην με άκουσε, καταφτάνει το αίσθημα δίπλα μου, αρχίζουν τη συζήτηση για το ποιος ήπιε περισσότερο χθες βράδυ, και πώς πήγε σήμερα το μάθημα, «-συγγνώμη, με ακούσατε που παρήγγειλα; -ναι, τι μου είπατε;», βγάζει δυο ποτήρια, συνεχίζει την κουβέντα με το αίσθημα αλλά δυστυχώς καταφθάνει η νέα camarera που δεν ξέρει ακόμη πολύ καλά πώς να χτυπήσει στην ταμειακή, της εξηγεί με ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια, απομένει μόνο να τις εξηγήσει πώς δουλεύουν οι μικροκρύσταλλοι στην οθόνη, έχω αρχίσει να διψάω υπερβολικά, πάει να ανοίξει την κάνουλα και ...joder! έχει απομείνει μόνο ο αφρός στο βαρέλι και πρέπει να το αλλάξει...έχω φτάσει στα όρια μου: πηδάω από μέσα, βάζω ένα ποτήρι νερό, με κοιτάζει κάπως ενοχλημένος, παίρνω το σακίδιό μου και όπως και όταν μπήκα, με χαμόγελο, μοιράζω την καλησπέρα μου «...τα λέμε, φίλε, ευχαριστώ». Και το καλύτερο είναι ότι πάλι καλά που δε με σέρβιρε αυτός γιατί έπειτα θα του χρωστούσα και χάρη.